Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022

Μέρος, θέρος, ειρήνη

Να λες την κάθε μέρα όπως θες. Και όπως σε εξημερώνει να την ονομάζεις. Να την προφέρεις με της κάθε ώρας την ψυχή, με εκείνο το δάκρυ το σάλιο το αίμα που βγαίνει από το κορμί σου εκείνο το λεπτό, να μην κρατάς, να μην κλωτσάς, να μη μικραίνεις. Η μέρα είναι μικρή μα μεγαλώνει πάλι, και αν τολμήσεις να την ξεζουμίσεις επαρκώς, ξεφλούδισέ την πρώτα από την πίκρα, βρεγμένος θα βρεθείς γλυκά μέχρι το πρώτο φως να βγει ξανά. Απόρησε στο σάστισμα της μέρας με μάτια ορθάνοιχτα, άσε το νου να κυματίσει υγρός και τσακισμένος στους αγέρηδες που σπέρνει η πλάση, δε θα παγώσει. Κι ύστερα πλύσου, ντύσου ή γδύσου, και δέξου τη θερμότητα που μπάζει απ’ το δικό σου το παράθυρο και μόνο, άπληστα. Μου δίνεις κάτιτις να σκέφτομαι, να τρώω, άσε της κάμαρας την πόρτα σου λίγο γυρτή.

Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

Μοιραία


Γεννήθηκα τέλη Αυγούστου, με μια ψυχή περίπου ώριμη, περίπου παιδική, περίπου σάπια, ίδια με τ' αποκάρωμα του καλοκαιριού, κρεμμάμενη σάμπως εσαεί από έναν σπόνδυλο πεύκου γκρίζο. 
Ίσως γι' αυτό φώλιασε μέσα μου η μελαγχολία. 
Τέλη Αυγούστου, τότε που η Αθήνα είναι άδεια, το καφενείο στην Καλλιδρομίου δεν σερβίρει και οι πάγκοι της λαϊκής λιγοστοί, μετράω δυο-τρεις πορτοκαλιές ομπρέλες μέχρι να σβήσει η ανηφόρα από τα μάτια μου.
Τέλη Αυγούστου, οι δρόμοι άδειοι, ανήκουν σε όποιον κρατάει το τιμόνι, κι ο οδηγός δεν ξέρει που να πάει από την πολλή ελευθερία. 
Τέλη Αυγούστου, εκεί που το κορμί ξεφλουδίζει, όπως τα φρούτα που λιγοστεύουν στα καφάσια και σαπίζουν, όπως οι αναμνήσεις από το νησί που πήγες ή δεν πήγες, μένει το νέο δέρμα πια, σκληρό και έτοιμο να υποδεχτεί τον Σεπτέμβρη. 
Τέλη Αυγούστου, εκεί που πια τα βάζεις κάτω για να δεις τι πέτυχες τρεις μήνες τώρα, πόσα λιμάνια, πόσες καρδιές, πόσα καρπούζια, ούζα, κόκκους άμμου χώρεσες στο σακίδιο του γυρισμού, κι όταν τελειώσεις με τους υπολογισμούς και μείνεις με τα χέρια άδεια πιάνεις να στήσεις τους στόχους του φθινοπώρου μπας και επιβιώσεις, κι ας ξέρεις ότι δε θα σε πάνε πιο μακριά απ' ότι ο Σκοπελίτης. 
Τέλη Αυγούστου, με το πικρό ανικανοποίητο αντί για γάλα, τότε γεννήθηκα, να κουβαλάω τα σχεδόν όλου του κόσμου, να κουβαλάω το βαρύ καλοκαίρι που φόρτωσα στη μάνα μου μόνο και μόνο για να γεννηθώ. 

 

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Τίποτα


Δεν ξέρω που ασημίζει η ελιά,
δεν ξέρω.
Δεν ξέρω που χρυσαφίζει το στάχυ και που ο κάμπος πρασινίζει και που τα νερά της λίμνης γίνονται διάφανα καθώς υποκύπτουν κάτω από κάποιον ήλιο.
Δεν ξέρω πάνω στα πούσια όταν πέφτουν τα άδεια τζιτζίκια πόσες χιλιάδες αποχρώσεις παίρνουν τα φτερά τους.
Δεν ξέρω.
Δεν ξέρω τι ώρα παίρνουν το καλύτερό τους πράσινο τα πεύκα, και πότε πρέπει να δώσεις ραντεβού με τους πύργους για να θαυμάσεις το λευκό τους.
Πότε η θάλασσα γίνεται μπλε βαθύ, γαλάζιο τιρκουάζ.
Ούτε αυτό το ξέρω.
Κι αν δεν τα ξέρω αυτά, σήμερα, ένα αδιάφορο, σχεδόν ζεστό, σχεδόν υποφερτό, σχεδόν μεσημέρι σχεδόν, σήμερα δεν ξέρω τίποτα νομίζω. 

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Αθήνα καιόμενη


Το πρώτο που είδε ήταν δυο καύτρες. Ξεπρόβαλλαν εν μέσω της οδού Μπούσγου, παράλληλα της Αλεξάνδρας, σαν δάδες σε αόρατα χέρια. Η βραδιά κουβάλαγε πάνω της μια ένοχη γλύκα απ' αυτές που σέρνουν ένα ψεύτικο αεράκι ίσα για να πείσουν τους περιπατητές να μη βιαστούν φορέσουν τα ανοιξιάτικα πανωφόρια τους.

Έσφιξε το λουρί του σκύλου στη γροθιά της και προχώρησε προς τις δυο φωτίτσες που αναβόσβηναν νωχελικά.

Και τότε τους είδε. Ψηλοί, γεροδεμένοι, μελαχρινοί με μαύρα τζιν και αθλητικά, ξεχώριζαν μόνο από τα διαφορετικά μπουφάν που φορούσαν.

"Που πάτε;" τους ρώτησε ξαφνιάζοντας και τον ίδιο της τον εαυτό προς στιγμήν. 10 μέρες μακριά από κοινωνικές συναναστροφές μάλλον αρκούσαν για να ξεχάσει τις επικοινωνιακές της δεξιότητες.
Κι όμως, κάτι στον ρυθμό τους της έλεγε ότι δεν πήγαιναν πουθενά.

"Πουθενά", της απάντησε ο τύπος με το τζιν μπουφάν. "Χαζεύουμε την άδεια Αθήνα", συμπλήρωσε ο διπλανός του με το δερμάτινο.

Τα νυχτερινά πουλιά σκέπαζαν την ησυχία με το τίναγμα των φτερών τους. Οι γρύλοι είχαν ξεκινήσει το δειλό τραγούδι της. Έσπασε το πέπλο του σκοταδιού κάνοντας ένα βήμα προς τα εμπρός. Χαλάρωσε το λουρί και άφησε τον Μάο να τους πλησιάσει. Ο τύπος με το τζιν μπουφάν άπλωσε το χέρι του για να τον μυρίσει. Στην ανάστροφη της παλάμης του φάνηκαν κόκκινα σημάδια σαν από σβησμένα τσιγάρα. Ο τύπος μάζεψε το χέρι του, το έχωσε στην τσέπη του παντελονιού και της πρότεινε ένα πακέτο τσίχλες.

"Θα προτιμούσα ένα τσιγάρο. Λάθος ώρα διαλέξατε για να χαζέψετε την πόλη. Το πρωί φαίνονται οι ανθισμένες αμυγδαλιές, οι κουτσουπιές, και πίσω από τα κάγκελα του Πεδίου το χορτάρι είναι γεμάτο λευκά ανθάκια."
"Μπα", αποκρίθηκε ο άλλος με το δερμάτινο. "Μη γελιέσαι. Αυτή είναι η Αθήνα".

Στάθηκαν λίγο ακίνητοι οι τρεις τους στο φαρδύ πεζοδρόμιο χαζεύοντας τριγύρω. Σκοτεινά παράθυρα, υποφωτισμένοι δρόμοι, κατεβασμένα ρολά, σκουπίδια, τα καφενεία στη σειρά κλειστά και οι πύλες του πάρκου σφαλισμένες. Κάτω απ' το φέγγος του φεγγαριού φαινόντουσαν όλα ασημένια κι άψυχα.

Αυτός με το δερμάτινο έκανε το πρώτο βήμα και οι άλλοι δύο τον ακολούθησαν μαζί με τον σκύλο. Έστριψαν αριστερά στη Μουστοξύδη, αντικρίζοντας το πυρακτωμένο από τα φώτα τούνελ και διέσχισαν την ανηφορική διάβαση για να βγουν στην πλατεία Πρωτομαγιάς.

Η σιγαλιά της νύχτας μπερδευόταν με το αεράκι ωθώντας την περίεργη παρέα να σηκώσει τους γιακάδες της από συνήθεια. Η κοπέλα έλυσε τον Μάο και έκατσε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε. Ο άντρας με το τζιν μπουφάν βολεύτηκε δίπλα της, έβγαλε ένα τσιγάρο και κοίταξε ανέκφραστος ευθεία προς το λευκό άνοιγμα της πλατείας.

"Αν μάθαινες τώρα ότι άρθηκε η απαγόρευση της κυκλοφορίας τι θα έκανες;"
"Δεν ξέρω. Πολλά. Με βασανίζει που η πόλη συνεχίζει να ανθίζει ενώ όλα γύρω της μαραίνονται. Κοίτα την. Είναι Άνοιξη, γαμώτο, είναι Άνοιξη. Δεν το περίμενα απ' αυτή. Είπα, θέλω τσιγάρο!"
Της έδωσε ολόκληρο το πακέτο, αναπτήρα, και της έκανε νόημα να σηκωθούν. Ο τύπος με το δερμάτινο τους περίμενε. "Από δω πάμε", φώναξε και τους έδειξε τη σκοτεινή, γεμάτη πεύκα, συνέχεια του Πεδίου.

Ανάμεσα από τα κλαδιά μπορούσε ακόμα να ξεχωρίσει τα μαύρα τζάμια των διαμερισμάτων που αντανακλούσαν στο φεγγάρι.
"Ξέρετε ποιο είναι το χειρότερο; Νόμιζα ότι κάτι περίμενα. Τίποτα δεν περίμενα τελικά. Το ίδιο μου κάνει, είτε μέσα είτε έξω. Όλοι ίδιοι, όλα ίδια. Γαμώτο."

Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά καπνού και ξεκόλλησε το τσιγάρο από τα χείλη της. Το ισορρόπησε στον αντίχειρά της για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα το τίναξε δυνατά με τον δείκτη. Μια σπίθα τρεμόπαιξε μπροστά στα ανέκφραστα μάτια τους για μερικές στιγμές πάνω στα πούσια κι ύστερα κόρωσε και φούντωσε.

Τα λιωμένα ραδιόφωνα δεν πρόλαβαν το δελτίο των 9.  

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

κλειδαρότρυπα


Χθες βράδυ έπεσαν τα κλειδιά μου μέσα στο φρεάτιο.
Καλλιδρομίου και Τρικούπη γωνία,
12 χρόνια άνοιξε - κλείσε εξαφανίστηκαν με μια φούρλα θεαματική,
πήγαν και στρώθηκαν πλάι σε ένα χρυσό σκισμένο περιτύλιγμα σοκοφρέτας.
Εκεί κατέληξαν. 
Κάποιος μου λέει "γι αυτό υπάρχουν τα μπρελόκ".
Τι να του πω για τα αχρείαστα τα βάρη;
Περιμένοντας τον κλειδαρά αφήνω την εξώπορτα ανοιχτή να μπαίνει η άνοιξη,
βολεύω τα πόδια μου όπως όπως στα σκαλιά κι ούτε που νοιάζομαι για το κοντό πράσινο φόρεμα που σίγουρα θα σε εξόργιζε.
Κι εμένα με εξοργίζουνε οι Κυριακές μα δε στο λέω.
Άμα δεν έφευγες τις Κυριακές θα είχες κλειδιά,
δε θα μου έπαιρνε 30 ευρώ ένα κρεβάτι.
Κοιτάω την άνοιξη και τη ζυγίζω.
Μάλλον κοστίζει παραπάνω.
Ο γείτονας περνώντας μου γελάει "μοναξιές;"
Κι αν έλεγα ναι;
Ένα αεράκι με χαϊδεύει εκεί που εσύ σκορπάς φιλιά τα Σάββατα.
Δεν κατεβάζω το φουστάνι.
Σε ένα τέταρτο θα έχει έρθει ο κλειδαράς, θα έχω μπει μέσα στο σπίτι και θα έχω ξεχάσει ότι 
φυλάς τις Κυριακές σου μες στην τσέπη αντί για τα κλειδιά μου.

Έξω έχει άνοιξη άλλωστε,
τι είναι τριάντα ευρώ μπροστά στη δροσιά των μαρμαρένιων σκαλοπατιών;

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

χωρίς εισιτήριο


Στο 550 για το σπίτι,
βολεύομαι στην θέση εκ του διαδρόμου,
και με χωμένα τα ακουστικά στ΄ αυτιά κάνω πως ξεκουράζομαι.
Δίπλα μου μια μυρωδιά οικεία, γνώριμη,
μυρίζει μπουφάν και κάτι αντρικό,
όχι ιδρώτα,
αλλά μου φέρνει στο νου τους πρώτους έρωτες που έβαλα στο σπίτι μου,
που δεν τους αναγνώρισα ποτέ εν τέλει.
Αδιαφορώ για τη μορφή σου,
για το ποιος είσαι και αν σκουπίζεις τα πόδια σου στο χαλάκι πριν μπεις σε κάποιο σπίτι.
Βλέπω βαριά παπούτσια, παντελόνι σκουρόχρωμο,
βλέπεις παράθυρο, είσαι ο τυχερός της διαδρομής αυτής,
κι ο ήχος του μπουφάν που τρίβεται όταν το χέρι σου κουνάς για να παίξεις με το μούσι σου, κι αυτός γνώριμος μου φαντάζει.
Θέλω να αφήσω δίχως κουβέντα το κεφάλι μου να γείρει στον ώμο σου.
Θέλω να κλείσω τα μάτια κι έτσι όπως κάνω πως ακούω μουσική να φτάσουμε μαζί μέχρι το τέρμα.
Θέλω να μείνεις για πάντα άγνωστος για μένα,
μονάχα δάνεισε μου τον οικείο σου ώμο μέχρι το τέλος της διαδρομής,
άστον να γίνει μαξιλάρι για να ακουμπήσω τις κουρασμένες μου σκέψεις με ασφάλεια,
να θυμηθώ κάτι ζεστό μια νύχτα σαν κι αυτή που ακόμα είναι απόγευμα, κι όμως η μέρα μετά τη δουλειά έχει πάντα νυχτώσει.
Να μείνουμε άγνωστοι, για σένα αδιαφορώ, κι εσύ δεν έχεις καν αντιληφθεί την παρουσία μου.
Κι η μυρωδιά σου να μην μείνει πάνω μου, δεν θέλω να την πάρω ως το σπίτι,
μόνο όταν την ξαναβρώ σε κάποιο άλλο λεωφορείο να μου θυμίσει πως
ένα βράδυ πήγα στο σπίτι με παρέα.

Τρίτη 25 Απριλίου 2017

μια κάποια νίκη

Η Νίκη ήταν δική του.

Την είχε κυνηγήσει στ' αλήθεια τόσο πολύ. Η Νίκη με τα ατίθασα μαύρα μαλλιά και το καρό φουστάνι, κάτι παραπάνω από είκοσι Μαίων. Μωβ κυκλάμινα για τη Νίκη, τ' αγαπημένα της, κομψά και διάφανα όπως κι αυτή. Ντουζίνες από δαύτα. Τηλέφωνα υπεραστικά για τη Νίκη, χιλιόμετρα, δάκρυα, δώρα, φιλιά για να ζεστάνουν την ψυχή της Νίκης, απ την ελιά στο δεξί της μάγουλα ως τα κόκκινα νύχια της, όλα για την διάφανη Νίκη.

Την γνώρισε Νοέμβρη, με τα μεγάλα κρύα, τη φίλησε με τα πρώτα τζιτζίκια, λίγο προτού αδειάσει η τσέπη του και η καρδιά του. Κάθε που έβλεπε κυκλάμινα χαμογελούσε και τους έκλεινε το μάτι. Η Νίκη ήταν δική του.

Τώρα η διάφανη Νίκη μάζευε τα τελευταία πιάτα από το τραπέζι με βιασύνη.  Δεν είχε δουλειές, βιαζόταν μόνο να τινάξει τα ψίχουλα από το τραπεζομάντηλο, να βγάλει από πάνω της αυτή την συνθετική μπλούζα που μύριζε τηγάνι και να ξαπλώσει. Στάθηκε για μια στιγμή να στεγνώσει το μέτωπό της με την ανάστροφη της παλάμης της. Την κοίταξε και άνοιξε την τηλεόραση, οι κινήσεις της είχαν σταματήσει από καιρό να του φαίνονται κινηματογραφικές. Πήγε να την ρωτήσει γιατί αφήνει τα μαλλιά της να γκριζάρουν αλλά απλά άλλαξε κανάλι. Αύριο πρέπει να σηκωθώ νωρίς, σκέφτηκε, έχει λαϊκή. Να πάρω πορτοκάλια σκέφτηκε και κάνα ψάρι. Και μερικά τριαντάφυλλα άμα το θυμηθώ.


Η Νίκη ήταν δική του. 

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

επιπόλαια στιχάκια για ένα σύντομο πάτερσον


1
Από την Δευτέρα έως την Παρασκευή η απόσταση είναι μικρή. Είναι μια διαδικασία που σε φτάνει στην πόρτα μου την ώρα που πρέπει.
Από την Δευτέρα έως την Παρασκευή δεν μετράω ώρες και ούτε βαρυγκομώ. Ξέρω πως οι μέρες αυτές χωρίζονται σε καφέδες, σε βόλτες με το σκύλο, σε άτσαλα μαγειρέματα (κουράστηκα να μένω μόνη, το σκέφτομαι συχνά τα μεσημέρια), σε γυμναστική, ταινίες μισοτελειωμένες. Κάπου εκεί χώνεται κι ένα τσιγάρο που δεν ρουφάω, υγραίνεται στα χέρια μου από δάκρυα αγνώστου προελεύσεως και σαν να σε βρέξανε με παίρνεις στο τηλέφωνο και βάζω το πώμα στο κρασί. Έτσι κι αλλιώς με τούτα και με κείνα μεθαύριο θα είναι Παρασκευή.
Λίγο ακόμα να κοιμηθώ, λίγο ακόμα να περπατήσω να σκεφτώ να διαβάσω να πιω εκείνον τον καφέ που έχει κρυώσει και να απλώσω τα σεντόνια, έτσι κυλάει πάντα η ζωή, απ την Δευτέρα ως την Παρασκευή μέχρι να φτάσεις στην πόρτα μου όπως το ορίζει το Σαββατοκύριακο.

2
Τα γυαλιά μου τα είχα πάρει στο Λύκειο. Τότε είχα αστιγματισμό. Τώρα έχω 28 χρόνια και χαμογελάω σε λάθος άνθρωπο καθώς περιμένω το σωστό τρένο.
Μεταξύ μας, δεν φταίει η μυωπία. Σε όλους χαμογελάω σήμερα.

3
Γεμίζεις το κρεβάτι μου με τρόπους που είχα ξεχάσει. Κάθετα, οριζόντια, τα γυμνά σου πόδια κοιμούνται πάνω μου, χέρια ανοιχτά μουδιασμένα, βλέπω τα μάτια σου βλέπεις την πλάτη μου, τα μαλλιά σου στο μαξιλάρι που πριν ήταν άδειο, δώσε μου λίγο πάπλωμα κρυώνω, και τα σεντόνια γεμίζουν χαμόγελα που περνάνε στην αιωνιότητα καθώς τα βλέφαρα βαραίνουν, ανάσες γερνάνε τα ελατήρια, θαυμάζω το ύψος σου στο κρεβάτι το δικό μου, το άδειο είναι πάντοτε λιγότερο ποιητικό.

4
Μου λες πως σου αρέσει ο τρόπος που κάθομαι στο σινεμά. Χαμογελάω και δεν σου λέω πως μάλλον είσαι πολύ ερωτευμένος. Άλλωστε και εμένα μου αρέσει ο τρόπος που κρατάς τα ποπ κορν.

5
Πήγε κιόλας 19.09. Και σήμερα. Και κάθε μέρα πια. Σήμερα η διαφορά είναι ότι είμαι μπλεγμένη στην αγκαλιά σου. Αυτή είναι η διαφορά. Κατά τα άλλα είναι και πάλι κακή ώρα. Μα εσύ δεν το ξέρεις αυτό και με σφίγγεις με χέρια και πόδια και κλείνεις τα μάτια και κοιμάσαι. Έξω από το σκοτάδι η πόλη είναι εντάξει. Είναι άλλωστε ακόμα 19.09.
Μέσα στην αγκαλιά σου είναι 19.09 και η ανάσα σου είναι ήρεμη, καθησυχαστική. Δεν ξέρει από σούρουπο η ανάσα σου. Ανοίγω τα μάτια διάπλατα, γυρνάω την πλάτη μην τρομάξεις. Με τραβάς στις όχθες σου λίγο μηχανικά, λίγο ερωτικά. Δεν ξέρεις από ώρες. Σε θέλω. Δέχομαι την αναπνοή σου για ρολόι μου. Κλείνω τα μάτια και κοιμάμαι. Όταν ξυπνήσω δεν θα είναι πια 19.09.

6
Ο θερμοσίφωνας έμεινε ανοιχτός κάμποσες ώρες παραπάνω. Ήθελα να τον κλείσω μα είχανε κάτι να μου πουν τα χέρια σου που φάνηκε ενδιαφέρον.
Κι έτσι παρέμεινα Σάββατο βράδυ στο κρεβάτι από νωρίς.
Εν τέλει λίγες κουβέντες ανταλλάξαμε προφορικά, πόσο κλισέ πόσο ρομαντικό αν μου επιτρέπεις να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη, τα είπαμε όλα με μάτια.
Έχει καυτό νερό αν θέλεις να πλυθείς.

7
Δε στο χω πει, όμως τις Κυριακές θα ήτανε καλό τα τρένα να μην φεύγουν. Θα ήταν προτιμότερο κάθε τέτοια μέρα να αναρτούν μια ανακοίνωση που θα λέει: "Τα τρένα δεν αναχωρούν σήμερα. Είναι Κυριακή. Μείνετε σπίτι και αγαπηθείτε."
Δε στο χω πει, όμως τις Κυριακές φεύγε Δευτέρα.

8
Σου έβαλα ένα μανταρίνι στη σακούλα με τους δίσκους, rock n roll και χειμωνιάτικα κουκούτσια. Το έβαλα κρυφά όσο εσύ δίπλωνες τα πουκάμισά σου, το πρώτο κουμπί πάντα κλειστό μου λες.
Το τρένο πια θα έχει ξεκινήσει. Αναρωτιέμαι αν βαριέσαι και αν θα ρίξεις μια ματιά στη ροζ σακούλα.

Τόσοι και τόσοι τρόποι τεχνητοί για να σε κάνω να με σκεφτείς. 

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

ένα όνομα

Το παιδί θα το βγάλουν Μανώλη. Το ανακοίνωσαν σχεδόν χαμηλόφωνα στο Κυριακάτικο τραπέζι, καλύπτοντας εκκωφαντικά κουτάλια και απαλές μαχαιριές που σκόρπιζαν ψίχουλα στο καλό τους τραπεζομάντηλο.

Τα χέρια σφίχτηκαν λίγο παραπάνω από το κανονικό γύρω από τα κολονάτα ποτήρια και τον αέρα πύκνωσαν δυο τρία ενοχικά και κουρασμένα βλέμματα.

"Είναι απλά ένα όνομα" άκουσε να ψιθυρίζει σχεδόν εκνευρισμένα κάποιος. "Στην υγειά μας" είπε κάποιος άλλος.

Οι χαρτοπετσέτες έγιναν μπαλάκια, ήταν η ώρα για το γλυκό.

Η Κάθι περίμενε ένα ξέσπασμα, ήξερε ότι θα ερχόταν αυτή η ώρα. Θυμήθηκε όλα τα απαγορευμένα. Μέτρησε ασυναίσθητα ανοίγοντας τα δάχτυλά της κάτω απ το τραπέζι.  Άσπρα αμάξια, ξανθά μαλλιά, Ικαρία, στρογγυλά γυαλιά, μπουκαμβίλιες. 'Α, και ρόδια.  Η λίστα σα να μεγάλωνε με τον καιρό, τους είχαν προτείνει διακριτικά κάποιον ειδικό, μα το είχαν θεωρήσει υπερβολή. Απλά είναι ευαίσθητη έλεγε και ξανάλεγε, μέχρι που ο πεθερός της ξεψύχησε ανήμερα του γάμου και το εγγόνι δε θα μπορούσε πια να λέγεται αλλιώς.

Στην αρχή το είπαν σαν αστείο, η Μάνια γέλασε μηχανικά και άφησε τον καφέ της μισοτελειωμένο. Για μήνες τους πρότεινε "Ηρακλής, θα είναι δυνατός και θαρραλέος. Ή μήπως Αλέξανδρος; Κομψός και μετρημένος. Άλκης μήπως; Αρχαιοελληνικό και μάγγικο. Όχι όχι, Χριστόφορο, είχα γνωρίσει κάποτε έναν πολύ καλό Χριστόφορο, θυμάστε;" Κι εκείνοι δεν έλεγαν όχι, δεν έλεγαν ναι, κι εκείνη είχε πειστεί πως το παιδί θα το πούνε σίγουρα ή Αντώνη ή Πέτρο, ή κάτι εύηχο και ανώδυνο εν πάση περιπτώσει κι έπινε τον καφέ της σε δύο ρουφηξιές.

Μισάνοιξε το στόμα για να πάρει μια ανάσα, για να φωνάξει, για να δείξει έκπληξη, και ένιωσε όλα τα μάτια πάνω της. Σα να της τρύπησε τα αυτιά η ησυχία, ούτε κουτάλια ούτε ποτήρια, ο Γιώργος έσπρωχνε με το δάχτυλο κάτι ψίχουλα μηχανικά. Ούτε προσπάθησε να χαμογελάσει, πέταξε ένα "πάω να..." και ξύνοντας το μέτωπό της σηκώθηκε από το τραπέζι.

Ήξερε να τα αποφεύγει αυτά τα τραπέζια τα οικογενειακά, συνήθως έβρισκε μια καλή δικαιολογία. "Κάθι πες και στον Γιώργο συγνώμη, έχω κανονίσει να δω τα κορίτσια σήμερα, καλά να περάσετε" ή "Ρε γαμώτο λίγο νωρίτερα να μου το έλεγες δεν θα είχα κλείσει για θέατρο" ή "Μωρέ έλεγα σήμερα να πάω μονοήμερη στη Μαίρη στο Ναύπλιο". Αλλά πάντα το σήκωνε το τηλέφωνο. Δεν τους άφηνε ποτέ το περιθώριο να την ψάξουν, να αναρωτηθούν αν είναι καλά ή αν κλαίει σε κάποια γωνία του σπιτιού κουλουριασμένη, όπως εκείνο το βράδυ. Εκείνο το βράδυ τα έφταιγε όλα. Αν είχε προλάβει...
 
Όχι, όλα πήγαν καλά εκείνο το βράδυ, η ζωή ήταν δική της. Από μικρή είχε κατανοήσει και αγκαλιάσει την αυτοκαταστροφική της φύση, από μικρή είχε συνδεθεί σχεδόν ερωτικά με την γλυκιά μελαγχολία του πόνου, οι άλλοι δεν καταλάβαιναν και γι αυτό τώρα ήξερε πως κλειδώνοντας το μπάνιο θα την ακολουθούσαν όλοι για να κολλήσουν το αυτί στην πόρτα και να είναι σε επιφυλακή.

Προσπάθησε να είναι όσο λιγότερο αθόρυβη γίνεται ώστε να τους καθησυχάσει. Άνοιξε την βρύση και την άφησε να τρέχει για λίγο. Την έκλεισε γρήγορα, ο ήχος του νερού θα τους έβαζε σε υποψίες. Είχε κουραστεί, δεν ήθελε να κάνει κακό στον εαυτό της, ήθελα απλά να κλάψει όπως δικαιούται, να πάρει μια ανάσα και να βρει το γλυκό να την περιμένει στο τραπέζι. 
"Είμαι καλά" φώναξε. Σκέφτηκε πως αναγνωρίζοντας ότι φοβούνται γι αυτήν θα τους έδινε να καταλάβουν ότι το μυαλό της είναι καθαρό και θα σκορπίσουν. "Κάθι βάλε μου γλυκό και έρχομαι, λίγο χρόνο θέλω." Στάθηκε ακίνητη, κράτησε την αναπνοή της μέχρι να ξανακούσει την καθησυχαστική βοή των κουζινικών και κάθισε στην άκρη της μπανιέρας. 
Χωρίς ίχνος έκφρασης έριξε δυο τρεις ματιές στο χώρο γύρω της, πάγωσε για λίγο το χρόνο και το λόγο, και ύστερα σαν να βγήκε από βαθύ υπνωτισμό άρχισε να σκέφτεται με βιασύνη, σαν να υπολόγιζε μαθηματική εξίσωση.

" Ο Μανώλης θα γεννηθεί άνοιξη. Θα είναι Ιχθύες, κι αυτή θα είναι η μοναδική τους ομοιότητα. Θα βγει σίγουρα μελαχρινός με σκούρα μάτια και όλοι ξέρουν ότι ύψος δεν θα πάρει. Θα μεγαλώσει στο συναρπαστικό και βρώμικο κέντρο, θα τον ξυπνάνε κόρνες και θα τον χαιρετάνε μανάβηδες, θα τον κοιμίζουν περιστερίσια γουργουρητά, δεν θα χει γκιόνηδες για κουδουνίστρα, ούτε τα πεύκα θα του κάνουν σκιά στον μεσημεριανό του ύπνο. Το χαμόγελο δεν μπορώ να το προβλέψω. Θα είναι όμορφο σίγουρα, αλλά θα σκίζει τον κόσμο στα δύο; Όχι, είπαμε, το παιδί θα το βγάλουν Μανώλη. Έτσι θα το φωνάζουν στο σπίτι, έτσι θα το φωνάζω κι εγώ όταν θα τρέχω από πίσω του για την τελευταία πιρουνιά κι όταν θα παίζουμε κρυφτό στα πάρκα και θα τραγουδάω το όνομα του και θα φοβάμαι λίγο μην εμφανιστεί. Και όταν θα βγαίνει απ την κρυψώνα θα ξανθαίνει λιγάκι καλπάζοντας και τα  μάτια του θα παίρνουν τη λάμψη του σκαραβαίου για λίγο και εγώ θα περιμένω να χαμογελάσει για να ξεψυχήσω και πάλι θα χάνω στο παιχνίδι.  Όταν θα έχει τη γιορτή του θα του λέω Χρόνια Πολλά Μανώλη, και θα κρατάω την ανάσα μου για λίγο και ύστερα θα τον φιλάω και θα τον κλείνω στην αγκαλιά μου γιατί θα είναι ο Μανώλης μας. Σε όλους και σε κανέναν δεν θα ανήκει. Όχι, είπαμε, το παιδί θα το βγάλουν Μανώλη. Θα είναι πάντα μαζί μας, θα μας αγαπάει, θα μας ακούει, δεν θα φεύγει από το τραπέζι πριν βγει το γλυκό, δεν θα βαριέται να ακούει τις ιστορίες μας, θα έρχεται μαζί μας για περπάτημα ο Θανάσης, θα χώνεται κάτω απο τα σκεπάσματα για μια αγκαλιά, θα μοιράζει φιλιά, θα μου λέει θεία πάμε βόλτα, θα μου χαιδεύει τα μαλλιά που και που, θα κρύβεται πίσω απ τα φουστάνια μου όταν φοβάται και θα με αφήνει να τον χορεύω με τις δικές μου μουσικές. Και όλα αυτά γιατί θα τον βγάλουν Μανώλη. Και στο σχολείο θα τον φωνάζουν Μανώλη. Μανώλη πες μάθημα, σκάσε ρε Μανώλη, ε μαλάκα Μανώλη η γκόμενα σε γουστάρει. Και κάποια μέρα που όλοι θα λείπουν, πριν μεγαλώσει πολύ και χάσω το παιχνίδι ξανά, θα του φτιάξω πηχτή σοκολάτα και θα του πω έλα κάτσε για λίγο δίπλα μου θέλω να σου μιλήσω. Εύχομαι εκείνη τη στιγμή μονάχα να μην μας ενοχλήσει κάποια δέσμη φωτός και πέσει στα μάτια του και τα χρωματίσει λάθος και χάσω τα λόγια μου που περίμενα χρόνια για να του πω. Άκουσε με θα του πω, τώρα είσαι ακόμα μικρός και σε λένε Μανώλη. Ίσως όμως μια μέρα σε φωνάξουνε Μάνο. Πρόσεξε. Εσύ τότε θα χτυπήσεις το πόδι κάτω και θα πεις κάνετε λάθος, εγώ είμαι ο Μανώλης. Δεν θα ήμουν ποτέ ένας Μάνος. Και κάπως έτσι όλα θα ξεκαθαρίσουν. Μου το υπόσχεσαι; Θα φιλήσεις σταυρό κι εγώ θα τον πιστέψω τον λόγο σου Μανώλη."


Σηκώθηκε ήρεμα, ευχαριστημένη με τον εαυτό της. Πλησίασε τον καθρέφτη και έστρωσε τα μαλλιά της, πρόσεξε μια ακόμα άσπρη τρίχα και δεν την έκρυψε, δε βαριέσαι είπε, έρχονται όμορφες μέρες. 

Τα μουρμουρητά είχαν σταματήσει, τα μπολ είχαν αδειάσει, μύριζε ήδη ο καφές. Δεν ήθελε να τους αναστατώσει ξανά. Πήρε το μισογεμάτο ποτήρι της και έκανε από μέσα της μια πρόποση. Στην υγειά του Μανώλη. 

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

καθρεφτίσματα


Σε κοιτάζω κλεφτά καθώς ντύνεσαι να φύγεις, σε λίγο θα κλείσω την πόρτα πίσω μας κι εσύ δεν θα έχεις κλειδιά για να επιστρέψεις. Σε κοιτάζω μετρημένα, πεταχτά, όχι αχόρταγα, αυτό είναι ένα δικαίωμα που δεν μου έχω δώσει. Ακόμα. Σε κοιτάζω καθώς μαζεύεις αφηρημένα τα μπλεγμένα σου ρούχα απ το πάτωμα, φοράς το πουκάμισο, ντύνεις τα ωραία σου χέρια σκέφτομαι, μαύρες κάλτσες, τις έβγαλες σκέφτομαι και χαμογελάω, ένα τζιν. Δεν καταγράφω τις κινήσεις σου, τα χρώματά σου, απλά ξεπατικώνω την φιγούρα σου για να περάσω ίσως αργότερα τις δικές μου γραμμές, τις δικές μου αποχρώσεις, όχι τις δανεικές, αυτές που σου χαρίζει η κίτρινη λάμπα που σε χρωματίζει πλάι στο κρεβάτι. Σε κοιτάζω μέσα απ τον καθρέφτη, καθώς περνάω το αιλάινερ στα μάτια, λεπτή γραμμή, δεν θέλω να προκαλέσω απόψε, απόψε είμαι ερωτευμένη. Απόψε θέλω να σου πω, άσε με να περάσω τα δάχτυλά μου από τα μαλλιά σου, άσε με να σου δώσω ένα φιλί που θα χαρτογραφήσει το πάχος των χειλιών σου, άσε τα χέρια μου να κάνουν μια βόλτα στους ώμους σου καθώς θα σου υγραίνω τον λοβό, έτσι, μόνο και μόνο για να κλείσεις τα μάτια. Άσε με να καταγράψω το χρώμα των ματιών σου. Σε κοιτάω κλεφτά, με την επιμονή ενός σκύλου που έχει ήδη φάει, δεν είσαι κάτι, δεν είμαι κάτι, ήπιαμε απλά ένα πρώτο ποτό και σε λίγο η πόρτα θα κλείσει, θα χωρίσουν οι δρόμοι μας δίχως φιλί, έτσι προστάζουν οι περιστάσεις αν και απόψε δεν τις ζύγισα καλά, κουμπώνω τη φούστα μου, βάζεις παπούτσια, μείνε λίγο ακόμα στον καθρέφτη, απόψε θα μπορούσα να σε ερωτευτώ.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

άνθρωποι σκουπίδια


Τι μας κάνει και Παίρνουμε τα λεωφορεία και τα τρένα της γραμμής και τα καράβια τα σαπισμένα και τα αεροπλάνα που τρίζουν και ταξιδεύουμε δεύτερη θέση και τρίτη και ας μας έβαζαν και στις αποσκευές αρκεί να φτάσουμε Και γινόμαστε χιλιόμετρα και όχι άνθρωποι είμαστε δρόμοι πια Και φορτωνόμαστε σακίδια σκισμένα ξεχειλωμένα όλη η ζωή κάτι ρολά ρούχα ασιδέρωτα και λέμε δεν έχουμε ανάγκη τα σιδερωμένα μοναχά να φτάσουμε και όλα τα άλλα θα είναι περιττά, νομίζουμε ο κόσμος στην άφιξη μας θα τελειώσει μ’ αυτός προχωράει κανονικά. Και φτάνουμε Και γυρνάμε σε πόλεις που δεν ξέρουμε, σε πόλεις που δε θέλουμε να μάθουμε, εμείς για δύο μάτια είμαστε εδώ αφήστε μας να ξεκουραστούμε επιτέλους Και κοιμόμαστε σε ξενοδοχεία φτηνά βρώμικα και περιμένουμε με τα μάτια ανοιχτά και την ανάσα κομμένη μέχρι η πόρτα να ανοίξει να μπει λίγο φως να γίνουμε και πάλι άνθρωποι Σε κάτι δωμάτια της Φρανκφούρτης που βρωμάνε θλίψη κι όμως μπαίνουμε, σε κάτι δωμάτια στενά με σκάλες στριφογυριστές του Αλικάντε που μυρίζουνε πατατας μπράβας απ τις γειτονιές και περιμένουμε μια Ισπανία που δεν έρχεται και τη μισούμε τη μισούμε, ξέρεις, πατάτες δεν θα ξαναφας, και κάτι διαδρομές μέσα στα πεύκα, περνάει η Επίδαυρος και οι αρχαίο θεοί κουνάνε το κεφάλι μοναχά με κατανόηση και θλίψη για την ιστορία που επαναλαμβάνεται, και κάτι μονοήμερες στην Πράγα για να δούμε την Άνοιξη μες στο χειμώνα και κάτι κύματα που αφήνουμε να μας βρέξουν σε καταστρώματα πορτοκαλί και σκουριασμένα, Αιγαίο πέλαγος Αθήνα Πάτρα το ίδιο και το αυτό Και επιστρέφουμε Εξουθενωμένοι Στο τίποτα Χυνόμαστε σε κρεβάτια άδεια διπλά, Κι ούτε που ξέρουμε που είμαστε, Μόνο να κοιμηθούμε θέλουμε, τώρα αμέσως Μα ο ύπνος δεν έρχεται να μας λυτρώσει, Και σέρνουμε το χάρτινο μας σώμα στους βουβούς διαδρόμους, και επιστρέφουμε εξουθενωμένοι στο τίποτα καθώς απ το σακίδιο το σκισμένο ξερνάνε κομματάκια εισητήρια από τα τρένα και τα λεωφορεία και τα αεροπλανα λοου κοστ, και τώρα πια δεν είμαστε ούτε χιλιόμετρα, εισιτήρια γινόμαστε τώρα, όλη η ζωή μας ένα απόκομμα με ξεβαμμένους προορισμούς, εκατοντάδες από δαύτα Και τα φυλάμε ευλαβικά Μέσα σε κουτάκια ξύλινα, ντοσιέ πλαστικά βιβλία συρτάρια αρωματισμένα μολυβοθήκες τσίγκινες σε πίνακες από φελλό ανακοινώσεων τα καρφιτσώνουμε σε πορτοφόλια ξεφτισμένα άδεια. Κάνουμε την καρδιά μας μια απόδειξη, κάνουμε την καρδιά μας κομματάκια Που άλλοι πετάνε Σε κάδους πλαστικούς και κάποιες φορές, ίσως, πάνω στα ίδια τα χιλιόμετρα που εμείς για αυτούς πατήσαμε, αφήνουν να πατήσουν τα αποκόμματα μας ρόδες καυτές να γίνουν ένα με την άσφαλτο, Ναι, τα πετάνε, Δεν τα φυλάνε δεν έχουνε αυτοί κουτάκια ξύλινα δεν έχουν άδεια πορτοφόλια δεν έχουν τσίγκινες μολυβοθήκες δεν έχουν δεν έχουν δεν έχουν καρδιά.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

70 τις εκατό

Στα καράβια στοιβαγμένοι,
σε πλαστικές καρέκλες πάνω,
σε σωσίβιες λέμβους δίπλα,
όλοι σε καταστρώματα,
μπλε του σκουριασμένου,
κολλάμε αλμύρα και
κάπως καλύτερα σα να αναπνέουμε.

Στα καράβια ζαλισμένοι,
με καπέλα ψάθινα ξεφτισμένα,
σαγιονάρες με άμμο ασημένια των ονείρων η σκόνη,
φούστες που ο αέρας ανταλάσσει με αναστεναγμούς,
φιλιά της προσμονής,
όλο το βιός ενός καλοκαιριού,
τα κύματα μετράμε μαγεμένοι
κι οι γλάροι μας παραβγαίνου,
παίρνουν κι αυτοί ονόματα για λίγο,
Αχαιός, Ζέφυρος, Νεφέλη,
κι ύστερα ανοίγουν τα φτερά και στο Αιγαίο ξεχύνονται γελώντας.

Στις αμμουδιές παραδωμένοι,
απλώνουμε πετσέτες που μυρίζουν σπίτι και κάνουμε έρωτα στα απέραντα γαλάζια,
μεθάμε με ήλιο κι αλκοόλ και απο τα βράχια επάνω που σαν βασιλιάδες στεκόμαστε πηδάμε
για να κάνουμε μια τρύπα στο άπειρο μπλε,
μήπως και μείνει ο απόηχος στους χτύπους της καρδιάς μας.
Θάλασσα τρώμε, θάλασσα πίνουμε,
αλάτι μυρίζουμε γλύφουμε φτύνουμε,
γινόμαστε ότι είμαστε νερό νερό νερό.
Κι όταν το βράδυ πέσει
χορταίνουμε με γρύλους και αγάπη,
με ιδρώτα και αστέρια, ένα σεντόνι απο δαύτα.
και τους κρυβόμαστε στα σοκάκια,
και μας ξετρυπώνει το φεγγάρι,
και εμπρός του τις αμαρτίες μας απλώνουμε να τις ξεπλύνει με το φως του,
κι αποκοιμιόμαστε σε αγκαλιές ξασπρισμένες και ανάλαφρες.

Στα καράβια φουρτουνιασμένοι,
ούτε κι εμείς ξέρουμε
που πάμε
γιατί γυρνάμε,
καρφώνουμε υπνόσακους σε βρεγμένα πατώματα,
κι οργισμένοι υψώνουμε τις γροθιές μας στους γλάρους.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

σκόνη

Καθώς κι εγώ κι εσύ σκόνη είμαστε μοναχά,
Και μάλιστα όχι αστρική,
Καθώς σκορπίζουμε σε όσους ανέμους φυσήξουν προς το μέρος μας,
Κι αφού λάσπη γινόμαστε με το νερό που εντός μας τρικυμεύει,
Ασε με,
Πάτα σε άλλο χώμα,
Και μην πιστέψεις οτι η δική μου σκόνη δεν είναι κινούμενη.
Καθώς όλοι θνητοί είμαστε έτσι κι αλλιώς, 
Και για τι ήρθαμε στη γη δεν παύουμε να κυνηγάμε,
Άσε με,
Με τη ζωή σου μη με ξεδιψάς,
Κι εγώ κι εσύ στεγνοί, 
Κι εγώ κι εσύ θνητοί. 
Κι εγώ κι εσύ χώρια θα αφήσουμε τις σκόνες να μας ταξιδέψουν μέχρι το θάνατο.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

σιωπής εγκώμιον

Και μένω στη σιωπή,
χωνομαι βαθιά μέσα της,
και ούτε που θέλω να ξεφύγω,
ούτε που νοιάζομαι αν περιφέρεται το βράδυ όλο γύρω μας και μας τυλίγει.
Γιατί είσαι πλάι μου εσυ,
είσαι εσύ που την καλείς
κι εσύ που κάνεις το σώμα μου ένα σκιρτήμα εκκωφαντικό. 

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

ένας καφές

Έχω ένα ποίημα στο μυαλό μου καρφωμένο μήνες τώρα.
Εκείνο για τον καφέ τον πρωινό,
τον καφέ που πίνουν οι περαστικοί κάθε πρωί,
σε πλαστικό,
σε χάρτινο,
τον καφέ που θα έπιναν σπίτι τους υπο συνθήκες κανονικές,
μα δεν προφταίνουν,
δεν προλαβαίνουν
να μοιραστούν έναν καφέ,
ένα φιλί,
κι αυτό βιαστικό,
σαν τον καφέ,
είτε πικρό είτε γλυκό με βιάση το σερβίρουν,
Τους βλέπω και αναρωτιέμαι,
όλοι εσείς γιατί δεν χαραμίζετε μισή ώρα ύπνου για να μοιραστείτε έναν καφέ;
Έχω ένα ποίημα στο μυαλό μου για τον καφέ που δεν μοιράζεται,
και αντί για ζάχαρη αλμύρα βάζω,
και λέω λέω λέω,
κι εσύ μου λές,
ένας καφές είναι,
ένας καφές.
Και λέω δίκιο έχεις,
δίκιο που ήρθες,
δίκιο που αδιάφορα μου είπες,
ένας καφές είναι,
ένας καφές.

Και στάσου τώρα να μοιραστούμε ένα φιλί.

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

λάδι στη φωτιά

Είναι αστεία η ζωή όπως τα φέρνει.
Είναι αστείο που ότι κι αν είπες έρχεται η ώρα να το ξεπεις.
Είναι αστείο,
μα δε γελάω,
ανατριχιάζω μοναχά,
που όταν το χέρι σου το χέρι μου κρατά νιώθω να καίγομαι ξανά όπως παλιά.

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

φώτα σβηστά

Της παίρνει ασημικά, πορσελάνες, φορέματα. Τη βλέπει να σκουπίζει τα χέρια στην ποδιά μηχανικά πριν πάει λίγο να ξαπλώσει. Οι μπάλες στο δέντρο ίδιες εδώ και χρόνια. Τα λαμπάκια κι αυτά αναβοσβήνουν μηχανικά. Την κοιτάζει φευγαλέα ενώ μιλάει στο τηλέφωνο, στο σαλόνι τα δώρα του έχουν γίνει διάφανα, μια ζωή χτισμένη στην αφάνεια. Της χαρίζει κοσμήματα που αστράφτουν, ανοίγει το κουτάκι και τα μάτια της σβήνουν. Η ψυχή της πετάει, κάθε χρόνο ανακατεύεται λίγο ακόμα με τις στάχτες στο τζάκι.Ο κόσμος που μπαίνει ξεχωρίζει μόνο φώτα. Χαρτιά και φτηνά πούρα και λίγη σαμπάνια παραπάνω και ξαφνικά φιγούρες που πας να πιάσεις και σβήνουν, γλιστράνε στο χρόνο και σβήνεις κι εσύ με έναν καημό σα φανάρι στην καταιγίδα. Το κρίμα του λίγο, το βάρος του πρέπει, κραγιόν που ποτέ δεν θα φύγουν. Το σπίτι στα κόκκινα, τα χέρια στο βούρκο, κανένας δεν πρόλαβε να σβήσει τον κόσμο να κάνει μια παύση να πάρει μια ανάσα να χύσει ένα δάκρυ, να πει όχι άλλο, να φύγει να φύγει να φύγει, να σβήσει. 

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

μια αρχή

Αρχίζω και τις αγαπώ αυτές τις βραδιές.
Τις βραδιές που ξαπλωμένοι κοιταζόμαστε, κρυβόμαστε στα σκεπάσματα μέσα, κρυβόμαστε ο ένας απο τα μάτια του άλλου και βρισκόμαστε στα χέρια, στις ανάσες, στα γέλια.
Αρχίζω και τις αγαπώ τις βραδιές που κάτι σαν να θέλουν να μου πουν τα μάτια σου μα δεν μπορώ να το πιάσω, χάνεται, ξεγλιστράει στους δείκτες του ρολογιού, μπλέκεται στα παπλώματα, στα κρύα πόδια, στο λίγο κρασί, στο πολύ φως.
Αρχίζω και τις αγαπώ αυτές τις βραδιές που τίποτα άλλο δεν θυμίζουν.
Τίποτα παλιό.
Τίποτα μελλοντικό.
Μόνο ένα τώρα ζεστό, διστακτικό, μα τώρα, το δίχως άλλο.
Αρχίζω και τις αγαπώ τις βραδιές αυτές που τελικά με σφίγγεις, κάθε φορά και πιο πολύ, λίγο λίγο σιγά σιγά, κάθε φορά το άγγιγμα σου και πιο αληθινό. Όχι πολύ. Κάθε φορά και απο λίγο.
Αρχίζω και τις αγαπώ τις βραδιές αυτές που τελικά ξημερώνουν με χαμόγελο, κάθε φορά είμαι και λίγο πιο σίγουρη γι αυτό.
Μόνο γι αυτό. Όχι για σένα. Μα έτσι γίνεται.
Αρχίζω να τις αγαπώ αυτές τις βραδιές.
Αρχίζω και θυμάμαι πως γίνεται.

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

υγρασία εκτός

Και τι δεν έκανα να σε ξεχάσω
και τι δεν είπα.
Και τι δεν σου είπα,
που κιόλας ξέχασα να ξεχωρίζω το ψέμα απ την αλήθεια.

Και τι δεν έκρυψα,
κάτω απο ματοτσίνορα βρεγμένα,
κάτω απο σεντόνια τσαλακωμένα,
δάκρυα κι αναστεναγμοί και ηδονές, ναι, ηδονές, τι νόμιζες.

Κι όμως το σώμα σαν πλαγιάσει,
κι απ' τις φουρτούνες της ημέρας όταν κάπως καταλαγιάσει,
κι έρθει και γίνει ένα με τον κουρασμένο νου,
τότε συμμορφώνομαι με τους νόμους καi τους χτύπους της καρδιάς και πόσο λυπάμαι,
που δε μου φιλάς εσύ τα μάτια να μην κλαίω,
που δεν τσαλακώνεις εσύ τα κουρασμένα μου σεντόνια,
και πως,
αχ, πως
τα βράδια περνούν δύο τα ξημερώματα στεγνά και άδεια,
με ένα αεράκι μόνο να με ακουμπά σαν στοργικά,
κι εγώ να ιδρώνω τα σεντόνια πάλι και πάλι και τ όνομά σου να μην ξεχνώ.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

φτάνει

Με φιλάς με μάτια κλειστά,
μου κάνεις έρωτα με μάτια ανοιχτά,
και στα μάτια σου εγώ διαβάζω "πρόβλημα".

Δεν πειράζει.

Ζεσταίνομαι.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

τουκανος

Περνάς τα σύννεφα με τα μάτια κλειστά και μουσική στα αυτιά.
Άραγε τι μουσική να ακους;
Σ' ένα στενό κάθισμα προσπαθείς να βολέψεις τα πόδια σου, νούμερο 46 πολύ μεγάλο για εκονομι, και παραγγέλνεις ρούμι στην αεροσυνοδό. 
Ξαπλώνεις το κάθισμα, είσαι νομίζω απο αυτούς, και κλείνεις τα μάτια και κοιμάσαι. Και δεν σε νοιάζει να ξυπνήσεις γιατί στο πρωινό έχει γιαούρτι κι εσύ αυτό δεν το θες. 
Με ένα πολύχρωμο πουκάμισο με τσέπη στην καρδιά, σαν να μπήκες σε λάθος πτήση, σαν εξωτικό πουλί σε κλουβί, αλλά και πάλι δεν σε νοιάζει. Δεν σε νοιάζει αν σε κοιτάνε, δεν σε νοιάζει που μπήκες σε λάθος πτήση, δεν σε νοιάζει το εδώ και το τώρα που δεν είναι σωστό.
Δεν ξέρω τι σε νοιάζει. 
Πλέκω εικόνες δανικές για να μην στις ζητήσω.
Αλλά δεν ξέρω τι σε νοιάζει. 
Χαζεύεις τα σύννεφα; Φοβάσαι τις αναταράξεις; Σκέφτεσαι τι ώρα να είναι τώρα στην Πλάκα;
Δεν ξέρω τι σε νοιάζει. Το μόνο που ξέρω είναι οτι σου αρέσει η ανατολή. 
Και ίσως μια μέρα που ο ήλιος θα φτάνει στο τέρμα, ίσως και να μου πεις τι σε νοιάζει.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

νωρις

Kαι ύστερα μαθαίνεις.
Μαθαίνεις αργά,
σκληρός τρόπος το αργά γενικώς,
αλλά να, όλα τα ωραία και τα άσχημα αργά πατάνε πάνω σου κι αφήνουνε σημάδια.
Μαθαίνεις λοιπόν.
Μαθαίνεις να θωρακίζεσαι, να κλείνεσαι, να μην πιστεύεις,
κι ασε να σου λένε το μεγαλύτερο ψέμα, ποτέ μην το πιστέψεις,
ποτέ,
πάντα κάποιος θα σε αγαπήσει παραπάνω.
Αλλά κι αυτό,
να,
ψέμα είναι.
Η αλήθεια που πάντα αργεί είναι οτι αγάπη δεν υπάρχει.
Ένα τσακ είναι, δεν υπάρχει.
Θα μάθεις.
Πάντα μαθαίνεις.
Και πάντα,
πάντα,
πάντα,
στον έρωτα ξεχνάς όλα όσα τόσο άργησες να μάθεις.

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

λευκές νύχτες

Τις νύχτες που φεύγεις,
και η πόρτα πια δυο μάτια αντανακλά σβησμένα μόνο,
κοίτα να μου γελάς.
Να μου γελάς καθώς την πλάτη μου γυρνάς, 
και να αφήνεις μοναχά τα μάτια σου να μου μιλάνε,
γιατί απο λόγια δεν τα πας καλά κι αφήνεις την ψυχή μου διψασμένη.

Κι αν ήθελα μια νύχτα επάνω στην καρδιά σου να αποκοιμηθω,
το παίρνω πίσω,
και κάνε εσύ τις νύχτες σου και την καρδιά σου ότι νομίζεις,
μπορείς να τα ξοδέψεις όπου θες,
εγω να μου χαμογελάς ζητάω,
και πάνω στο χαμόγελό σου ακουμπάω όλες τις νύχτες, όλες τις μέρες, όλους τους αναστεναγμούς κι όλο μου το κορμί που τρέμει στο άγγιγμά σου, στα αποθέτω.
Κι ύστερα πάρ'τα και πέτα τα κι αυτά,
ανόητη ζωή έτσι κι αλλιώς και τι να λέμε.

(μα οτι και να λες ο τρόπος που φιλάς είναι αγάπη)

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

φυσικα φαινομενα

Όταν σε είδα,
αχ οταν σε είδα,
δεν έχω τι άλλο να πω.
Σα να βουβάθηκε η πλάση απο τ'ανείπωτα
και σα να έκλεισε τα μάτια στιγμιαία, να μας αφήσει μοναχούς για λίγο μόνο.
Και όταν σ αγκάλιασα,
ε τότε ήρθαν όλα τα κομμάτια και μπήκαν στη θέση τους.
Βουβάθηκα κι εγώ και σίγησα,
και είπα,
τώρα, τώρα,
ας βάλουμε φωτιά και ας καούμε.
Τώρα.

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

συστολή

Παράξενο πως
τα χρώματα αλλάζουνε της μέρας,
ανάλογα με τη διαστολή της κόρης των ματιών.
Σήμερα γκρι,
χθες κιόλας κίτρινο φανταχτερό,
κι ας ήταν γκρι οι ουρανοί ολούθε,
το ίδιο γκρι πως γίνεται και μπλε του ουρανού και μαύρο,
και κόκκινο,
σπανίως βέβαια,
σπανίως,
εκεί που η κόρη κοντεύει να εκραγεί,
ανάλογα πάντα,
ανάλογα,
παράξενο πως.
Παράξενο πως,
οι μέρες παίρνουν αποχρώσεις,
σαν απο μόνες τους θαρρεις,
και σε βουτάνε σε καμβάδες πνιγηρούς,
τα χρώματά τους λιώνουν γύρω σου κι εσύ,
εσύ γλιστράς,
εσύ πινέλο δεν κρατάς,
εσύ τα μάτια μισάνοιχτα κρατάς,
εσύ το λίγο διάφανο της ψυχής γυρεύεις,
που θα δεχτεί
το γκρι να γίνει άσπρο.

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

μπραιγ

Κι όπως τα χέρια σου δειλά αγγίζω,
βεβαίως ένα τη φορά,
δεν ξέρω τι να περιμένω πια.
Ποιό περιστέρι θα φτερουγίσει κατα που,
ποιός μύθος στις φλέβες σου απάνω
θα ρθει να ξαποστάσει,
ποιό ρίγος θα αναστηθεί ετούτη τη φορά,
λες και κουμπιά πατάω,
λες και σε μπραιγ σου μιλάω,
να κοίτα,
εδώ σ' αγαπώ, εδώ σε θέλω, εδώ δεν ξέρω.
Όταν τα χέρια σου κλειδώνουν στα δικά μου,
δεν ξέρω πια
ο ανθρώπος τι είναι,
γιατί ζει,
γιατί ξυπνάει,
αν όχι για να ανατριχιάζει.
Αν όχι για να περιμένει. 

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

έλβις

Αγάπη σαν τον Έλβις,
αγάπη βασιλιάς,
κάποιοι πιστεύουν ακόμα οτι ζεις
κι ας μη σε βλέπουν,
αγάπη σαν τον Έλβις,
δίχως θωριά και δίχως όψη
προκαλείς αναστεναγμούς
και ένα λίγωμα στο στόμα,
αγάπη άφαντη παρούσα πανταχού.

Σε είδα κάποτε,
σε έζησα,
με χόρεψες κι εμένα κάποια φεγγάρια,
φόραγες μαύρα,
φόραγες άσπρα,
άλλες φορές αγάπη γυμνή,
διοπτροφόρος,
μυωπική,
με στέμμα πάντα,
ροκ,
κλασσική.
Κι ύστερα σ' έχασα.
Και σε είδα ξανά.
Με άλλα ρούχα, άλλα μαλλιά, άλλες συνήθειες,
ήρθα σ' αγκάλιασα,
σου είπα, ναι, πάντα το ήξερα οτι ζεις.

Κι απο τότε σε χάνω και σε βρίσκω,
κλείνω τα μάτια και σε νοσταλγώ,
ξέρω πώς είσαι παρά τα κοστούμια,
και πάντα ξέρω,
σαν βασιλιάς σωστός,
σαν Έλβις,
ξέρω, ξερω, ξέρω πως ζεις.

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

θαυμα

Γιατί με βάζετε να ορκιστώ,
γιατί
να απαντήσω,
να πιστέψω,
να πιστέψω στην αγάπη;
Γιατί να πιστέψω
σε κάτι
που δεν χρειάζεται να πιστεύω,
κάτι τόσο αόριστο, κάτι περαστικό,
γιατί μου λέτε πως
η αγάπη δεν ειναι
συναίσθημα,
θεός είναι.
Πίστεψε.
Και τι θα βγει άμα πιστέψω,
άραγε θα με κρατάει ζωντανή τις ώρες που αυτή με μαεστρία εξαφανίζεται;
Αγάπη.
Η αγάπη δεν υπάρχει, δεν γίνεται να την πιστέψεις,
η αγάπη είναι απλά μια σκόνη ένα σύννεφο ένα συναίσθημα,
υπάρχει και δεν υπάρχει,
το νιώθεις και δεν το νιώθεις,
δεν είναι πάντα εκεί,
περαστική είναι η αγάπη,
μέσα στις όμορφες τις άχαρες ημέρες που περνούν.
Τη χάνεις και τη βρίσκεις,
μέσα σε μπαρ, κρασιά ρουμπίνια, χαμόγελα και λέξεις,
μέσα σε κύμματα και ηλιαχτίδες αναπάντεχες,
και μέσα στις πιο σκονισμένες χαραμάδες του νου.
Εκεί κι αλλού.
Μην πιστέψεις ποτέ στην αγάπη σου λέω,
δέξου μονάχα οτι είσαι ικανός να αγαπήσεις και να αγαπηθείς.

(υπέροχο πράγμα που γίνεται η αγάπη όταν δεν την βιάζεις να σου φανερωθεί σαν θαύμα)

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

σαχαρα

Θα γίνω σιγά σιγά σαν αυτούς που
χάθηκαν,
που,
εξατμίστηκαν,
που,
ο μύθος λέει κάτι γι΄αυτούς.
Όχι για το μύθο,
ποτέ,
μόνο για την ψυχή.
Θα φύγω την ώρα που ο ήλιος θα πέφτει,
την ώρα εκείνη που κάθε γωνιά της γης αυτής
τυλίγεται με ένα πέπλο μυστηρίου για λίγα δευτερόλεπτα
και σταματάς να ανασαίνεις,
θα φύγω με βήμα αργό,
με χαμόγελο σταθερό,
και δεν θα ξαναγυρίσω.
Θα φύγω με την αιμόφυρτη ψυχή μου στα χέρια,
και θα ψάξω ίαση σε καυτές ερήμους,
σε σκηνές πολύχρωμες βρώμικες,
σε αστέρια σαν φανάρια φωτεινά,
και σε αέρηδες που σκόνη σηκώνουν.
Θα την γιατρεύω την ψυχή μου λίγο λίγο,
με τσάι και φύλλα μέντας,
θα την τυλίγω με άσπρα κουρέλια λινά και θα της λέω,
ξεκουράσου.
Ο μύθος θα λέει
πως
με είδανε σε ερήμους να σέρνω την ψυχή μου με το ένα χέρι,
με τ' άλλο ένα ξύλο να κρατώ,
για να γράφω τις φωνές του μυαλού μου στην άμμο.
Στο Κάιρο να πίνω σαμπάνια σε μέρη σκοτεινά,
να μου γεμίζουν το ποτήρι ξανά και ξανά
άνθρωποι με τουρμπάνια και πλάτες ευθείες,
κι εγώ να γελώ να γελώ να γελώ,
η ψυχή μου στο κάθισμα πλαι να κοιμάται ήσυχη,
κι εγώ να μιλώ να μιλώ να μιλώ,
θα λένε,
άγνωστος ήτανε,
μα την διασκέδαζε φαίνεται.
Σ' έναν πύργο ψηλό,
κουλουριασμένη,
του μουεζίνη το λυγμό να αφήνω να μου κάνει κόμπο την ψυχή.
Ο μύθος θα λέει,
άλλαξε γλώσσα,
άλλαξε μάτια,
δεν ξέρουμε πια και που πήγε,
μόνο που και που
έναν ψίθυρο κουβαλάει μαζί του ο αέρας που τις ερήμους σηκώνει.
Εδώ κι εκεί,
χαμένη,
εξαυλωμένη,
εγώ και η ψυχή μου η μπλεγμένη,
και κανείς ποτέ δεν θα μας ξαναδεί.

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

οτι απεμεινε

Και ότι απέμεινε
ήταν αυτό που ήταν απ την αρχη.
Λίγο κρύο εταιροχρονισμένο,
και κάτι κούκλες στις βιτρίνες στολισμένες με τα καλά τους,
ετοιμες για μοναχικά ρεβεγιόν,
κόκκινο και στρας και χρυσό.
Κεφάλια σκυφτά γιατί πάλι
τα ίδια θα φέρει ο νέος χρόνος τελικά,
το ίδιο ζυγίζει.
Ένα φλουρί που ποτέ δε σου πέφτει,
στο πάτωμα ζάχαρη άχνη,
και δώρα ακόμα στις σακούλες,
τυλιγμένα με αναστεναγμούς γιατί κανείς δε μας ξέρει.
Σαμπάνια φτηνή,
αγάπη λειψή,
χρυσόσκονη λίγη.
Φαγητά λίγο άνοστα φαγητά λίγο ωραία,
προσδοκίες με θάμπωμα,
προσδοκίες με θέα.
Λίγο χιόνι στην τηλεόραση,
λίγα λόγια να πεις γιατί πρέπει,
αγκαλιές που δεν πήραμε
και φιλιά που δε δώσαμε,
και η ζωή σε τροχιά ακανόνιστη, την αφήνεις για λίγο να τρέχει.
Μέτρα τις μέρες,
σε ένα χρόνο παρα κάτι πάλι καλή χρονιά να έχουμε θα λέμε.  

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

ποθοι

Τώρα,
που λένε χιόνι θα μας σκεπάσει,
τώρα που νέκρα εντός μου κυριαρχεί,
τώρα σε θέλω πιο πολύ,
αν μη τι άλλο.
Τώρα που,
δεν ξέρω τι θέλω,
εσένα θέλω,
να έρθεις να μου  πεις,
ξέρω εγώ.
Θέλω
για όσα δεν μπορώ να πω να μου μιλήσεις,
να πιάσεις χώμα να το κάνεις πηλό να με αλείψεις να με φτιάξεις απ την αρχή μέχρι το τέλος
τέλος να μου πεις εως εδώ γύρναγες μόνη σου,
τέλος,
κι όταν το τέλος έρθει να μας βρει να κλάψω κι αλλο κι αλλο κι αλλο ποτέ τα δάκρυα δεν είναι αρκετά για κάτι ψυχές χαμένες σε τσακισμένους ουρανούς να κλάψω για πάντα γιατί ποτέ δεν ήθελα να ξερω τι θέλω.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

εις μνημην

Πως φεύγει μια ζωή που έγραψε,
που έγραψε έτσι,
που ένιωσε έτσι,
μια ζωή που εσύ αγάπησες γιατί σε έκανε να νιώσεις όπως ένιωσε,
μέσα απο λέξεις γραμμένες σε χαρτί,
πως μπαίνεις σε ένα σπίτι να πάρεις μια τέτοια ζωή,
που μίλησε για μια Αθήνα που ποτέ δεν είδες κι όμως την έκλαψες,
που σ έβαλε πλάι πλάι με τους αδύναμους και τους τυχοδιώκτες τους τρελούς τους άτυχους,
πλάι σε έρωτες φτωχούς και αγκαλιές άδειες,
πλαί σε κυρίες τολμηρές Κούλες και φοιτητές θρασείς,
που σου έμαθε πως οι άνθρωποι είναι κουρασμένοι,
πως να αντέξουν το βάρος ενός θλιμμένου σώματος στα χέρια τους;
Πως χαρίζεις μια τέτοια άδικη μνήμη,
σε κάποιον που σου άνοιξε την πόρτα
σε τρένα,
σε σπίτια κλειστά που μύριζαν κανέλα και συμπόνια,
σε μαγαζιά απο γυαλί,
σε λιμάνια και ζαχαροπλαστεία και σινεμάδες;

Ο θάνατος είναι τόσο ρευστός, τόσο αδιάφορος κάποιες φορές, τόσο αναπάντεχα και εκωφαντικά βουβός κάποιες άλλες. Και δε σε αγγίζει εκεί που το περίμενες, και σε αγγίζει εκει που δεν το περιμένεις. Ο θάνατος σε βάζει δίπλα σε όλους τους άλλους, και όσοι μείναν πίσω μόνο πια μένουν να σε βάλουν εκεί που σου αξίζει. 

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

σε λα βι

Δεν εχεις πια λογο κανενα
τον εαυτο σου να ξεγελας.
Δεν εχεις πια αιτια καμια,
να θεωρεις τουτο που ζεις ταινια πως ειναι.
Ειναι ζωη κανονικη αυτό που σε κουραζει,
ειναι ζωη αυτο που σου διαλυει την ψυχη
και οχι δραμα
που πιθανοτητες εχει αισιως να εξελιχθει.
Ειναι ζωη στα καλυτερα της
οταν
προτεραιοτητες πια
δεν ειναι
ο ερως η μαγεια το φιλι
αλλα το υστερα κ οι αριθμοι κ η δουλεια,
σιγουρα ειναι ζωη.
Ειναι ζωη τα αδεια απογευματα
που απο πανω σου περνανε σαν οδοστρωτηρας
και σε κολλανε στο κρεβατι πριν τα μεσανυχτα σε βρουν,
με ενα βιβλιο να ψαχνει τα συναισθηματα
για σενα για παρηγορια.
Ειναι ζωη κ αληθεια ωμη
οι επιλογες,
τα ματια που σε κοιτανε,
τα χερια που σε κρατανε
και ολα τα αλλα,
μην ξεγιελεσαι,
δεν ειναι ταινια,
ειναι λογια,
ειναι ζωη. 

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

πετρα ψαλιδι γομα

Πάνε κάμποσες εβδομάδες τώρα
που γράφω και σβήνω
γράφω και σβήνω
πνίγομαι και θέλω να γράψω,
κι ύστερα σβήνω,
φυλάω πρόχειρα,
μουτζουρώνω αλήθειες,
γραφω και σβηνω γραφω και σβηνω,
Καταργω τις τελειες,
πολυ κρατησανε,
Αλλα εστω κι ετσι,
γραφω και σβηνω.
Πνιγομαι και πνιγω,
λεξεις και σκεψεις που κανεις δε μου απαγορευσε
αλλο περιεργο κι αυτο,
και σβηνω σβηνω σβηνω μανιωδως
τις αποριες της ζωης μου της στενης.
Aναρωτιεμαι που παει η ζωη, αναρωτιεμαι τι ειναι ερωτας τι ειναι πεταλουδες στο στομαχι τι ειναι καυλα αναρωτιεμαι γιατι τωρα, και θελω ενα διαλλειμα απ ολους και απ ολα, θελω μοναχα να ερθεις να με παρεις απ τη δουλεια να παμε στην αυλη να με μεθυσεις με κρασι κοκκινο να το ριξεις πανω μου να με λερωσεις και στα χερια να με σηκωσεις να με πας σπιτι και να με πλυνεις.
Κι υστερα θα καθαρισω.
Ετσι λεω στον εαυτο μου.
Υστερα θα θελω παλι
να επιστρεψω στη ζωη,
θα θελω παλι να περπατησω,
και δε θα με νοιαζει αλλο πια να πιω κρασι
γιατι το καθαρισες
απο πανω μου.
Ετσι λεω.
Και λεω
ποσο δραμα πια
ποσο
δε βαρεθηκες
δε μεγαλωσες,
τι ζητας.
Κι αν ηξερες; Τι θα εκανες γι αυτο;

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Πανεπιστημίου

Ήταν άδεια η πόλη εκείνο το βράδυ
το θυμάμαι σα να τανε χθές. 
Την άκουγα, 
την ένιωθα,
κενή,
γεμάτη απο εμάς,
εμένα κι εσένα.
Ήταν άδεια η Πανεπιστημίου, 
κι εμείς κατηφορίζαμε,
και ήταν όμορφη η Πανεπιστημίου,
δεν την είχα ξαναδεί, 
όχι μαζί σου, 
έτσι όπως με κράταγες,
έτσι όπως με κοίταγες,
όχι, 
δεν τον ήξερα το δρόμο αυτό,
και ήταν άδεια η Πανεπιστημίου και όμορφη,
και δε μ ένοιαζε,
δεκάρα δεν έδινα,
εγώ γεμάτη την έβλεπα,
άδεια και επιβλητική,
και δε μ ένοιαζε, αλήθεια σου λέω.

Είναι άδεια η Πανεπιστημίου,
αδειάζει συχνά πυκνά,
τα βράδια πάντα άδεια είναι,
και ξέρεις, τα βράδια πάντα έρχονται,
ανελλιπώς,
πιστά τα βράδια τα άδεια,
μα τώρα με νοιάζει. 
Είναι άδεια η Πανεπιστημίου 
και πως με πειράζει αυτό. 

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

τα φωτα της πολης

Δέσμιοι
Δέσμιοι του κάθε μέρα και
δέσμιοι του επειδή.
Δέσμιοι της συνήθειας και του έτσι πρέπει και του έτσι είναι.
Κλειδωμένοι στα έγκατα της ψυχής μας,
μην ξεφύγει μιλιά,
μη σου πω σ αγαπώ και πεθάνω,
μη μου πεις και εγώ και χαθείς.
Πολιορκημένοι απο τα σύννεφα που σιγά σιγά μαζεύονται
και πως θα μείνουμε στεγνοί.
Εξαντλημένοι απο τους τοίχους που στενεύουν,
και κάθε βράδυ γυρνάμε σέρνοντας τα κορμιά μας βαριά και
ρυπαρά απο τα καυσαέρια της ζωής που μας ακουμπάει ξυστά,
γυρνάμε και ανάβουμε το φως,
οχι,
τα φώτα,
φώτα πολλά για να μη νιώθουμε μόνοι,
το φως του μπάνιου ανοιχτό,
και της τηλεόρασης,
και το φως απο το στέρεο
και το φως του υπολογιστή,
φως στο σαλόνι και φως στην κουζίνα,
και τριγυρνάμε στα δωμάτια,
και ψάχνουμε,
μανιωδώς,
κάτι κάτι κάτι να κάνουμε,
ανάβουμε τα φώτα να βλέπουν οι απέναντι οτι ζούμε,
υπάρχει άνθρωπος εδώ,
ακόμα,
άνθρωπος μόνος στο άγριο της πόλης που βραδιάζει.
Κι εσύ ένας τέτοιος,
σαν αγρίμι σε φαντάζομαι,
να σέρνεις τα πόδια σου μιλώντας στο τηλέφωνο ενω δε θέλεις,
μα έτσι έχεις επιλέξει ν αναπνέεις,
ακούς μουσικές απο δύο πλευρές
και πάλι δε χορεύεις,
πίνεις μπύρες και πάλι δε μεθάς,
ένας τέτοιος άνθρωπος,
μες στα σκοτάδια,
κι αντί να συρθείς μέχρι την πόρτα μου,
κουρασμένοι κι οι δύο,
να μου πεις έλα να κάψουμε τα φώτα της πόλης γιατί σε θέλω,
αντί γι αυτό
κλειδώνεις την πόρτα και κοιμάσαι μόνος. 

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

περαστικο

Δεύτερη μέρα στη δουλειά, 
και ο καιρός βάλθηκε να συμβαδίσει,
λες και δε θέλει να με προκαλέσει,
βρέχει, βρέχει, βρέχει.
Κι εγώ εδώ, σ ένα γραφείο, 
ούτε που ξέρω που είσαι, 
τι κάνεις,
περιμένω να με θυμηθείς
για να ξεχάσω οτι βρέχει. 

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

καμινγκ σουν

Τώρα που ο ήλιος τρυπώνει ακόμα απ το παράθυρο
διασκεδάζω
να απλώνομαι στο κρεβάτι το διπλό μόνη μου
και να σε σκέφτομαι.
Και αντί για τα χέρια σου ο ήλιος με χαιδεύει,
και εγώ κλείνω τα μάτια και παραδίνομαι και όλες μου τις σκέψεις δεν κάνει να σου τις πω.
Κι όταν ο ήλιος χάσει λίγη απο την κάψα του,
κλείνω τα μάτια και σε φαντάζομαι
να παίζεις στην ταινία μου
αφού ταινία την κάνω τη ζωή μου όπως λες,
και κάνεις ότι εγώ σου πω.
Τρυπώνουμε σε ένα σινεμά
και καθώς δίπλα δίπλα καθόμαστε,
οι ώμοι μας ακουμπάνε,
τυχαία ας πούμε,
και ξέρω πως ηλεκτρίζεσαι κι εσύ όπως κι εγώ.
Και ταινία δε βλέπουμε,
μα μόνο σκεφτόμαστε πως,
ωραίο το σινεμά,
μα ας ζήσουμε και λίγο χέρι χέρι.

Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Τι σερτ

Όταν τις πιο κρυφές σου σκέψεις σου χαρίζει
Σημαίνει θέλω θέλω θέλω
Εσένα
Όπως κι αν είσαι
Σημαίνει θέλω θέλω θέλω
Μια μέρα μαζί σου
Με το άσπρο σου τι σερτ και τα γυαλιά
Θέλω θέλω θελω να
Ζήσουμε την τρέλα του καύσωνα μαζί
Κι ας φύγει το καλοκαίρι σε ένα μήνα.
Όταν τις πιο κρυφές σου σκέψεις σου χαρίζει
Μη γελαστεις
Δε στις χαρίζει στ αλήθεια
Μα κάτι θέλει από σένα
Κι αν δεν το πάρει
Οι σκέψεις, ξέρεις, άστατο πράγμα, όσο κι αν ψάξεις δε θα τις βρεις.