Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

ακυρωση

Τα εχω σκορπια αφησει στις τσεπες μου, 
σκοπιμα. 
Βillet, ticket, εισιτηριο. 
Σε καθε τσαντα μου βρισκω κι απο ενα, 
σε φουστες οταν χωνω τα χερια βαθια απ το κρυο, 
η απο αμηχανια,
τα βρισκω εκει. 
Ορθογωνια και τετραγωνα,
μισα και ολοκληρα,
χτυπημενα. 
Απομειναρια της παλιας ζωης μου.
Ειναι εκει, σκισμενα τσακισμενα εισιτηρια του μετρο,
ενθυμηματα τονωσεως, 
"καποτε το εκανα κι αυτο,"
κι ας εχω βαλτωσει λιγακι τωρα,
μονο λιγο, 
μονο για λιγο.
Billet, ticket, 
ακομα και εισιτηριο. 
Ακομα και εισιτηριο.


Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

οχυρο

Μια γκριζα μερα ηρθα και γυρεψα στο σπιτι σου καταφυγιο.
Με μια λαμψη συνενοχης στα ματια, αφατη, αφαντη τελικα,
και με μια κουραση στις κινησεις, μια αβεβαιοτητα που σε διακατεχει οποτε βρισκεσαι στο χωρο καποιου κατω απο αδιευκρινιστα αιτια.
Λιγο φιλος, λιγο γνωστος, λιγο γειτονας, λιγο σωσιβιο, ακομα δεν ξερω, ποτε δεν θα μαθω.
Δεν χρειαζεται.
Ετσι αβεβαια μου ανοιξες την πορτα, πισω απο χαμογελα ή μειδιαματα, κι αυτο ακομα με τηλεγραφηματα το λαμβανα. Ετσι αβεβαια.
Ετσι αβεβαια επιασα τον καναπε απεναντι σου, ασχημο σπιτι, σκεφτομουνα, αφιλοξενο, τα αψεντι παρτυ σου δεν ξερω αν τα εχασα σκοπιμα εν τελει.
Ετσι αβεβαια, βαριεστημενα, κι ομως, με κεφι, εξηγησε μου, ετσι επιασες τον καναπε απεναντι μου, αμφιβαλλω αν εγειρες στο μπρατσο σε ενδειξη ανεσης.
Σε κλιμα κατοχικο κλεισαμε κι οι δυο τα ματια κουρασμενοι κι αφησαμε το ραδιοφωνο
να μας γεμισει τα κενα με τα γεγονοτα που ετρεχαν εκεινες τις μερες του θυμου.
Φωτιες φυτεμενες σε σημεια γνωστα, οργες φουντωμενες σε γειτονιες συνηθισμενες απ αυτα.
Μας ειχε ηδη κουρασει η Αθηνα, την ειχαμε ηδη λατρεψει,
και τωρα σαν δυο αστοι γερασμενοι κουναγαμε το κεφαλι με πικρα και απορια.
Καπου εκει, λιγο πιο βεβαια, ξεγυμνωσα τα ποδια μου και κουρνιασα στον καναπε απεναντι σου.
Λιγο νανουρισμενη απ τον εκφωνητη, λιγο απογοητευμενη απο την παρουσια σου, λιγο ασφαλης με την παρουσια σου, σ αυτο το κλιμα το κατοχικο το αβεβαιο το γκριζο το προστατευμενο το χαρτινο το οχυρο.
Ισως γιατι το θελησες, ισως γιατι ενιωσες οτι το επιβαλει η στιγμη, εφερες μια κουβερτα και με σκεπασες, αραγε ηξερες οτι κρυωνα εντος;
Δεν ξερω ποσες ωρες εμεινα εκει, στον καναπε απεναντι σου.
Μετραω στα δαχτυλα τις φορες που σε ειδα, γλυκοπικρες παντα, αβεβαιες παντα.
Μοιραστηκαμε λιγα ποτηρια κρασι, λιγες συναυλιες, λιγες χιονομπαλες και λιγους φιλους, κι υστερα χωρισαμε κι εμεις τους δρομους μας, οπως συμβαινει συνηθως βεβαια.
Μα οτι κι αν ησουν, φιλος γνωστος η τιποτα, καποτε καναμε παρεα,
και χαμογελασα που σε θυμηθηκα βεβαια.  

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

αστροσκονη

Στην ακρη του κοσμου βρεθηκαμε αποψε
ν ακροβατουμε στον ουρανο.
Σχοινια τεντωμενα
οξυμενες αισθησεις
κι ο αχος του μυαλου μου περα απ το εγω.
Πυκνο το σκοταδι
κι η θαλασσα εμπρος μου
απληστα νιωθω να με καλει.
Να κανω ενα σαλτο
στο αγριο συμπαν,
σκονη κι αστερια του νου το κλουβι.

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

κι αποψε

Oταν ξαπλωνω μονη στο κρεβατι
το σωμα μου παιρνει τη σταση
που ανηκει σε μοιρασμενο υπνο.
Μαζευω τα χερια
και το ενα μου ποδι τεντωνω
για να ταιριαξω
στους ορμους του κορμιου σου.
Κι οταν υστερα νιωσω
πως στην πρυμνη μου
μονο η γατα βρισκει τον υπνο,
λυνω τον καβο
και ταξιδευω μοναχη
με ματια κλειστα
στα ταραγμενα πελαγα
των ονειρων μου.

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

ελα

Ειναι μια γλυκια βραδυα αποψε
τοσο γλυκια που δεν φανταζεσαι
η πιο γλυκια ολου του χρονου,
και ειναι εγκλημα να μενεις μεσα,
να χτυπησω τις πορτες να βγουνε ολοι εξω θελω,
να αναπνευσουν,
μαζι τους κι εγω.
και θελω τοσο να βγω,
θελω την παρεα σου,
οποιος κι αν εισαι,
αποψε,
αποψε μονο,
να τρεξουμε με τα ποδηλατα
να παραβγουμε
και λαχανιασμενοι να φτασουμε
καπου,
οπου,
να πιουμε
και να μεθυσουμε απο τα λογια μας
λογια πολλα
θα μιλαω πολυ
και μετα θα γελαμε
και δε θα σοβαρευουμε
και δε θα κοιταμε τα ρολογια μας
μα μοναχα απο την ψυχρα
κι απτα αστερια που μετατοπιζονται
θα ξερουμε οτι εχει περασει η ωρα
μα δε θα μας νοιαζει,
δεν πρεπει τιποτα,
ολα ειναι εδω.
Θα ακουμε τους γρυλους που θα μας κανουν παρεα,
αυτο ειναι το σαουντρακ της δικης μου ζωης φαινεται,
κι υστερα,
οταν κι οι τελευταιοι μουσικοι μαζεψουν τα συνεργα τους,
οταν οι δρομοι θα εχουν αδειασει και ολα θα εχουν σωπασει,
σαν ο μαεστρος να αφησε κατω τη μπαγκετα του,
μονο τοτε θα δεχτω να με πας σπιτι,
με ματια να βασιλευουν,
και ενα χαμογελο,
πως περασα ομορφα,
με εσενα,
ενα φιλο καλο,
που με αγγιξες με τα λογια σου
και σε ζωντανεψα με τις σκεψεις μου,
πως εζησα,
κι αν δεν ξαναρθει,
ας ειναι,
ημουν εδω με σαρκα κι οστα για να τη δω,
τη μερα αυτη την ιερη.

ελα
ελα
ελα

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

τιποτα

γιατι να γραψω δεν ξερω γιατι να γραψω γι αυτο δεν γραφω
δωσε μου ενα λογο να γραφω
εχω πολλους
αλλα δεν γραφω,
ακομα και γι αυτο θα μπορουσα να γραψω αλλα ουτε γι αυτο δεν γραφω.
και τι να γραψω
για τα καλοκαιρια που φυγανε τα ειπαμε
σας κουρασα με κουρασα κι εμενα
τι να γραψω
για τη γατα στο πληκτρολογιο
για τα συννεφα που ερχονται
για τα ποδηλατα που σκουριαζουν
για τις μπουκαμβιλιες που μεγαλωνουν
για τα μαντρακια που ψηλωνουν
για τα ουζα που ζαλιζουν
για το σπιτι που δεν ειναι σπιτι μου
για τις αποφασεις που δεν παιρνονται
για το μελλον το ασχημο, διχως σχημα δηλαδη, μην παρεξηγουμαστε,
για τι να γραψω χωρις να επαναλαμβανομαι η εστω χωρις να δειχνω οτι επαναλαμβανομαι
αφου εμπνευση δεν εχω.

οχι, μη μου πεις τι να γραψω.
δωσε μου εμπνευση.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

παρεξηγηση

Καθε φορα,
με αφηνεις στην πορτα μου μπροστα,
στην εισοδο ακριβως,
ουτε χιλιοστο δεν σου ξεφευγει.

Καθε φορα,
κανεις μπροστα και πισω,
βαζεις πρωτη και οπισθεν,
πρωτη και οπισθεν,
για να μ αφησεις στα σκαλοπατια μου μπροστα.

Καθε φορα,
με λες πριγκιπισσα,
και τρεχεις την πορτα να μου ανοιξεις,
για να κατεβω,
να παω στο σπιτι μου,
να κοιμηθω.

Καθε φορα,
νομιζεις οτι εισαι τζεντλεμαν,
και με αφηνεις να φυγω,
ενω εγω μονο να μεινω θελω τελικα. 

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

για τις ψυχες μας

ειναι τα μεσημερια αυτα παλι εδω
που θελεις ολα να τ ακουσεις, ολα να τα δεις,
να ζησεις.
ειναι που τα τζιτζικια ειναι εκει εξω τωρα πια,
και το στηθος ανεβοκατεβαινει
σε αλλους ρυθμους,
κι αερας μπαινει απ τα ανοιχτα παραθυρα καθε στιγμη.
ειναι που ρχονται μνημες,
και μπλεκουν τα υφαντα τους με ονειρα,
και σε αφηνουν καθυδρο, να μην μπορεις να κοιμηθεις,
γιατι ολη η ζωη εκει εξω συμβαινει, τωρα, τωρα, τωρα.
κι αν τα νησια ηταν μια δρασκελια, μια ανασα,
τωρα κιολας θα σ επαιρνα να φυγουμε, να αναπνευσουμε.
να χαθουμε στον ηλιο τoυ μεσημεριου,
να ανταλλαξουμε τις βαριες σκιες μας με ισκιους πευκων,
τις ψυχες μας να πουλησουμε για λιγη μουσικη μονοτονη,
κι ερωτας μια για παντα να γινουμε,
μες στα πλακοστρωτα, τα πουσια, τα μαντρακια και το κυμα.
ν αποτιναξουμε την αγριαδα των καιρων,
να συγχωρεσουμε οσα περασαν και δεν ηρθαν,
και να ορκιστουμε,
μ ενα αλμυρο φιλι στο βλεμμα να τρεμοπαιζει,
αλλα μεσημερια ποτε μας να μη χασουμε.

(και καθε χρονο ωδη στο καλοκαιρι,
και καθε χρονο μου ξεγλιστραει απ τα χερια)

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

προσδοκια

Βλεπω τους κουρασμενους αντρες στο μετρο,
με τα παπουτσια τα αχαρα, τα μαυρα,
καποιοι κομψοι λιγακι παραπανω φορανε λουστρινι,
καποιοι λιγο πιο ακομψοι στριμωχνουν το ποδι τους σε παπουτσια μυτερα.
Και παντα οι ιδιες καλτσες, λεπτες, παντα εως εκει που βλεπεις το ποδι γυμνο λιγα εκατοστα, και υστερα μπατζακι.
Δε φταινε παντα αυτοι,
συνηθως οχι,
παντα μια γυναικα ειναι υπευθυνη για οτι κρινεις σ εναν αντρα,
μεσα και εξω.
Μια γυναικα που περιμενει,
μια γυναικα που καποτε ολοι αυτοι οι αντρες οι θαμποι ερωτευτηκαν,
κι ισως ακομα ερωτας ειναι,
μα τωρα πια ειναι και κουρασμενοι.
 Και τους βλεπω, τους κοιταζω, τους παρατηρω,
με τα σακακια τους,
και τους χαρτοφυλακες,
και την κουραση περασμενη στα στεφανια των ματιων τους.
Να πανε σπιτι, να ακουμπησουν ολη την κουραση τους στο τραπεζι,
και να τη φτυσουν σε μια μπυρα μεσα,
κι ισως τη χωσουν μεσα σε καποιο τυχαιο δαντελωτο, εξισου κουρασμενο εσωρουχο.
Κι αναρωτιεμαι,
αραγε θα θυμηθουνε να παρουνε στη γυναικα που ερωτευτηκαν το εβδομαδιαιο περιοδικο που αγαπαει;

σοφια

Μεγαλωσα με το Αιγαιο στην καρδια, να με καιει σαν ανεκπληρωτος ερωτας καθε καλοκαιρι,
να με καιει οπως το χιονι τα λουλουδια καθε χειμωνα.

Δεν ξερω γιατι, απλα συνεβη, οπως συμβαινει να ερωτευεσαι καποιον αγνωστο μεσα στο τρενο.

Κι αν λιγο, μονο λιγο αν αφησω τη σκεψη μου να περιπλανηθει εκει που συνηθως δεν την αφηνω, θα σου πω πως το αιγαιοπελαγιτικο καλοκαιρι που παντα περιμενα δε θα ρθει πια. Ξερω μοναχα πως ξεγλιστρησε απο τα χερια μου, και ξερω πώς. Και ξερω ακομα πως χρονο με το χρονο τα καλοκαιρια τα ευσεβη τα ποθητα σβηνουνε, χεθωριαζουνε, σα χρωματα νερωμενα, ανακατεμενα απο το χερι ερασιτεχνη. 

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

γρηγορα

Κι οπως ολα τελειωνουν,
ετσι τελειωνει κι αυτο.
Μονο η βροχη δεν μου κανει τη χαρη.
Ολα τ'αλλα τελειωνουν.
Μα τρεξιμο στη βροχη,
φωτογραφιες στη βροχη,
αγκαλιες στη βροχη,
τοση βροχη μαζεψα φετος,
περισσοτερη κι απο τα μεσα δακρυα που χυνω, σκεψου.
Ολα τελειωνουν λοιπον.
Η Αναστασια φευγει
και ξεχνα τα ανεκδοτα και τις κατσαρολες και τα σουπερμαρκετ,
και μετα εγω,
και ξεχνα τα παρκα και τα περιοδικα και τα νουντλς.
Και μεχρι τοτε θα μεινουμε με το Φελιπε στην κουζινα
να πινουμε τσαι
και να λεμε
"μα ποτε θα σταματησει η βροχη;"
Κι υστερα θα γυρισω στο φυσικο αφυσικο μου περιβαλλον
Και παμε παλι απ'την αρχη.

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

φαντασματα

Ερχονται που και που
συχνα δηλαδη ειναι η αληθεια,
και κλαινε με λυγμους εξω απ'την πορτα μου.
Χτυπανε να τους ανοιξω,
ολοι μαζι,
ποτε σιγα και ποτε με μανια,
κι οταν αποκαμωμενοι σταματησουν,
μιλανε μεταξυ τους, αναποφευκτο.
Ενωνονται οι νεκροι απεναντι στους ζωντανους απο αναγκη.
Θυμουνται τα παλια,
τσακωνονται,
και παλι κλαινε.
Σ εμενα θελουν να τα πουνε αλλα η μοιρα τους ειναι υφαντο συρματινο.
Μια στο τοσο περιμενουν να τους ακουσω,
κι αφου απαντηση δεν παρουν,
φιλιωνουν μεταξυ τους οι εχθροι και φευγουν σερνοντας τα βηματα τους.
Κι εγω πισω απ την πορτα,
να κλεινω τα ματια ευτυχης μα και με τυψεις,
τα βασανα τους που ουτε σημερα δεν με αγγιξαν.

Μα σημερα ενας αερας μου ανοιξε την πορτα,
και χυμηξαν πανω μου οι νεκροι.
Σαν σε εξομολογητηριο μπηκαν στο δωματιακι μου.
Αλλος με σκυμμενο το κεφαλι, ωμους σκυφτους.
Αλλος με βημα γρηγορο και φουρια, θελει το δικιο του να βρει. Εστω νεκρος.


Ποτε δεν πιστευεις οτι οι νεκροι εχουνε καποτε ζησει. Ποτε.
Κι αν ζησανε, ζησαν χλωμα και αχρωμα, αρυθμοι χτυποι τους φτασανε ως το τελος της ζωης.
Μα εσυ στη δινη του τωρα αγνοεις,
οτι χωρις τις ζωες αυτες τις ταραγμενες,
εσυ δεν θα σουνα τωρα εδω.

Μην αγνοεις,
λιγη σημασια να δωσεις στη ζωη τους θελουν.
Αλλιως αδικα εζησαν.

Αποψε βαρυνε την ψυχη μου η δικη μας μικρη σαγκα.

Χαμενοι ερωτες, και ζηλειες, και τυψεις, και μοναξια.
Τους αφησα μονους τους. Τοτε που ζουσαν.
Και μυστικα, και ασπροι τυχοι,
κι εγω μακρια,
να κανω οτι ζω.

Σα να ναι ηδη νεκροι τους φερεσαι, το ξερεις;

Αποψε το αντιμετωπισα κι αυτο.

Μου εσφιξαν το χερι,
με κλαματα με παρακαλεσαν μην τους ξεχναω,
μα προπαντων μη,
μη γινω σαν κι αυτους.

Μου υποσχεθηκαν πως θα ξαναρθουν.

Κι υστερα εφυγαν, αναλαφροι και σιωπηλοι,
θλιμμενοι και ωραιοι.


Μοιραστηκαν το βαρος τους αποψε οι παλιοι μου γνωριμοι.
Κι εγω εμεινα στον προθαλαμο μου γονυπετης κι ανημπορη να σηκωθω.







Σάββατο 11 Μαΐου 2013

λιμιτ

Ποτε εγιναν ολα αυτα εγω ποτε δεν καταλαβα.
Ποτε γκριζωσαν οι ουρανοι και ποτε εμαθα να σβηνω.
Ποτε ξεχασα να γραφω
και ποτε αποφασισα να μη γραφω οπως γραφω αλλα να γραφω επειδη απλα γραφω.
Κι εγω μπερδευτηκα μη μου φοβασαι.
Ποτε δεν βλεπεις ομως την τροχια που παιρνεις.
Αλλιως δεν θα την εκανες.
Πλασματα υπεροπτικα,
που παντα για το υπερτατο γεννιουνται.

(τι λες να επιστρεψουμε σ αυτα που μαθαμε;)

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

εκει



Δεν θα στο πω ποτε κοιτωντας σε στα ματια.

Δεν θα στο ψιθυρισω στο αυτι.

Μα όταν τα βραδια μοιραζομαστε, κοιμωμενοι μετρωντας τη χαρα μας, με ένα μαξιλαρι και οι δυο, στο μουρμουριζω μυστικα κι ας μην ακους.

Ποτε δε θα γυρισω.

Από τη χωρα που γεννηθηκε ο ερωτας μας, αυτή που λεγεται «εκει», ποτε δε θα γυρισω.

Από τους ξενους ουρανους, τους βρομικους σταθμους και τα φωτα βατ αγνωστων.

Θα ειμαι παντα «εκει» για σενα, μακρυα.

Να με κυνηγας και να σε περιμενω,

Σε δωματια μικρα,
Να δοκιμαζω δαντελες για τη φαντασια σου,
Να βαζω τα καλα μου για τους υπογειους σιδηροδρομους.
Να σου μαγειρευω εξωτικα πιατα σε εξελιξη
και να μαθαινεις το συναλλαγμα.

Τα βραδυα να θελω να με κοιμιζεις με κρασι, κι οι νυχτες να μη θελω να σβησουν.
Γιατι ο χρονος εδω μετραει αλλιως.

Να μεταφραζω τον ερωτα μας σε αποσταση, να σε κραταω σε εγρηγορση, πως αλλιως.

Να περπαταω ξενους δρομους,
Να μιλαω ξενες γλωσσες,
Να γελαω στα ξενα,
Και να ζηλευεις.

Πως αλλιως.

Παντα «εκει»,

Οπου μια βολτα στο σουπερμαρκετ είναι περιπετεια,
Μια εξοδος κραταει μια βαρδια,
Και το μοιρασμενο μπανιο μεταφραζεται σε αγαπη.

Δε θα στεριωσω, δε θα ξεχειμωνιάσω στην ιδια πολη,
Δε θα με συνηθισεις στις πλατες  τοπιων ιδιων.
Δε θα μας ειναι ποτε ο χρονος αρκετος.

Θα μεινω «εκει».

Θα συνεχισω να μας στοιβαζω σε μια βαλιτσα, μεσα σε τι-σερτ ιδρωμενα και φωτογραφιες.
Να ψαχνω το βλεμμα σου πριν το τσεκ ιν.
Να βασανιζω την ψυχη μου με την απουσια σου,
Να πνιγω λυγμους και οργες.
Και να θελω να φυγω από το «εκει» για να σε βρω.

Ραντεβου στην Ανατολή. 




Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

μεταξυ συρμου και αποβαθρας

Οταν γυρναμε κουρασμενοι απο τις αγορες και τα φωτα
μεσα σ ενα βαγονι σιωπηλοι,
τουλαχιστον να μου κρατας το χερι.

Οταν δεν εχουμε κατι να πουμε,
να μου κρατας το χερι, τουλαχιστον.
Για να μη γινουμε σαν αυτους,
ξερεις ποιους,
αυτους που καποτε ηταν σαν εμας,
πολυ πριν γινουνε "αυτοι"
που τους δειχνουμε με το δαχτυλο καθως τιτιβιζουμε φιλια στις γωνιες του κοσμου.

Να μου κρατας το χερι σφιχτα,
να το χαιδευεις.
Να του δινεις παλμο.
Να μου δινεις παλμο,
να ξερω οτι ειμαι εδω,
ζωντανη,
και ειμαι διπλα σου και σου δινω ρυθμο,
δεν βρεθηκαμε τυχαια διπλα διπλα στα βρωμικα καθισματα του ηλεκτρικου,
δεν θα κατεβουμε σε αλλες στασεις,
δεν θα ξεχασεις να με παρεις μαζι σου φευγοντας,
προσεχοντας μην πεσεις στο κενο,
μεταξυ συρμου και αποβαθρας. 

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

αιωνια χρεη


Δεν ξερω αν ηταν πραγματι τσαι του βουνου αυτό που μυριζε στην κουζινα σου, κι αν στ αληθεια όλα αυτά τα τσιγκινα κουτακια ειχαν αρωματικα βοτανα και μπαχαρικα. Παλευω με τη μνημη μου να θυμηθω τα ραφια, και φερνω στο μυαλο μου κατι κουκλακια που κανανε παρεα στο αλατι και το πιπερι, νομιζω μια μαιμου ηταν σιγουρα στην παρεα αυτή. Παντα ημουν περηφανη για την παιδικοτητα του μυαλου σου που μας εδειχνες τις φορες που δεν κλεινοσουν στον εαυτο σου, σιωπηλος. Δεν ξερω αν ηταν αυτές οι μυρωδιες που θυμαμε, πανε χρονια συγχωρεσε με που οι αναμνησεις είναι τοσο ρευστες και μπλεκονται με μυρωδιες που ποτε δεν θα μαθω από πού θυμαμαι, αλλα εμενα το τσαι του βουνου με εκανε να κλεισω τα ματια και να ταξιδεψω στη Ραφηνα. 
Στη μαγικη Ραφηνα, στο μαγικο σπιτι, στα μαγικα πευκα. 
Θυμαμαι τη στροφη που επαιρνε το αμαξι στο «Μυλο» για την τελικη ευθεια, και το ατελειωτο λεπτο μεχρι να φτασουμε στην καγκελενια πυλη, κι εσυ ετρεχες να μας ανοιξεις. 
Θυμαμαι  όταν ανακαλυψα για πρωτη φορα τα βιβλια σου, και ημουν στ αληθεια μικρη για όλα αυτά, αλλα με στοιχειωσαν τα Ανεμοδαρμενα Υψη, οσο αφελης κι αν ημουν, και διπλα σ αυτά οι κοκκινοι τομοι δερματοδετοι γεματοι ιστορια, και καπου εκει εσυ, με τα πεδιλα του σκι να χαμογελας διπλα σε καποιον πολύ σημαντικο, συγνωμη δε θυμαμαι πια. 
Θυμαμαι την κουνια που ειχες φτιαξει, και εφτανα μεχρι τον ουρανο και μετα τα ποδια μου μπλεκοντουσαν με τα σχοινα εκει στα δεξια 
Θυμαμαι τα πρωινα που πηγαινες με τη Μαρμαρω στο σουπερμαρκετ, και αργουσε να παρει μπρος, και το τιμονι ηταν βαρυ αλλα ημουν η παρεα σου και για τιποτα δεν εχανα τη βολτα μας, και μου επαιρνες ότι ηθελα και μου κοροιδευες τους οδηγους που κορναραν και παντα παρκαραμε εξω από την εκκλησια. Θυμαμαι εκεινη την ανηφοριτσα, που παντα φοβομουν ότι δεν θα την ανεβει η Μαρμαρω σου. Θυμαμαι ότι ποτε δεν ηρθες για μπανιο. Κι ας το αγαπουσες καποτε, ή ισως κι αυτό δεν το ξερω καλα. Συγνωμη που δεν το ξερω, αληθεια. Αλλα ποτε δεν ηρθες. Και ησουν παντα τοσο ασπρος. Φοραγες αυτή τη μπεζ βερμουδα και κάθε απογευμα ποτιζες με τις ωρες τα λουλουδια σου, και μου λεγες ανοιξε το νερο κλεισε το νερο, και χανοσουν στα χωματα φορώντας τα παλια σπορτεξ μου. Και μετα με φωναζες να αναψουμε το καντηλακι στον Προφητη Ηλια, γινεται αληθεια να εχεις εκκλησακι στο οικοπεδο σου; Κάθε καλοκαιρι εκει σε γιορταζαμε, κι ολοι το ξερανε κι ολοι ερχοντουσαν και για ολους αυτους ετρεχες να παρεις καρβελια για την αρτοκλασια κι εγω περιμενα στο φουρνο και ηθελα να με ανεβασεις στο αλογακι διπλα στο περιπτερο. Θυμαμαι τα μεσημερια, που τα τζιτζικια ηταν στα καλυτερα τους, και εσυ εκλεινες την πορτα να κοιμηθεις, κι εγω αναρωτιομουν τι θα γινει αν χασεις τον υπνο σου μια μερα αλλα παντα εκανα ησυχια και εκανα βολτες μες στα πευκα ψαχνωντας γατες και μιλωντας σε φανταστικους φιλους και παρατηρώντας τα μυρμηγκια να μπαινουν στις φωλιες τους και περιμενοντας να ξυπνησει το σπιτι για να κανω βολτα με το ποδηλατο, να σκισω τα γονατα μου γι άλλη μια φορα. Και όταν το απογευμα ερχοταν, θυμαμαι, επινες παντα καφε ελληνικο, συγνωμη που δε θυμαμαι ποσες κουταλιες ζαχαρη. Ισως πολλες γιατι σου αρεσε το πολύ αλατι και ισως και η πολλη ζαχαρη. Πολύ αλατι, και παντοτε με κοιταζες συνομοτικα όταν κ οι δυο κρυφα καναμε ασπρο το φαγητο μας. Και τα απογευματα στο τραπεζι με τα βοτσαλα και τα κοχυλια, όταν πια ο ηλιος κρυβοτανε λιγο, εβγαινε το ταβλι και παιζατε με τις ωρες, και μαλλον σχεδον παντα κερδιζες. Και σταυρόλεξα, μην ξεχασω τα σταυρολεξα. Εσυ με εμαθες, θυμασαι; Και παντα σε θαυμαζα που εβρισκες ολες τις λεξεις, και ακομα μετανιωνω που αρνιομουνα να μαθω τους αριθμους. Και ηταν η τελεια μερα αν το βραδυ πηγαιναμε στο Ντορβα για φαγητο, κι εσυ ετρωγες παιδακια και δεν σταματαγες οσο κι αν σου λεγανε να σταματησεις και μεσα σου ξερω ότι χαιροσουνα σαν παιδι γιατι σε πηγαιναμε στην καλυτερη ταβερνα του κοσμου. Θυμαμαι τις ωρες που δε μιλαγες όμως και γινοσουνα μεγαλος, πολύ μεγαλος, και φοβομουνα ότι ποτε δε θα ξαναγελασεις. Ισως σκεφτοσουνα τα μεταλλια σου, ισως τα χρονια που εχασες, στον πολεμο και στο σπιτι. Ποτε δε ρωτησα. Ημουν μικρη και οι μικροι δεν κανουν τετοιες ερωτησεις. Και τωρα που μεγαλωσα που εισαι; Και ισως μετα από μια ωρα επεστρεφες από τα μερη εκεινα, και παλι εμφανιζοσουν στο μπλε παραθυρο, και μου κανες τα δαχτυλα κυκλους και τα βαζες στα ματια σου και μου κανες την κουκουβαγια. Και επαιρνες τη χτενα να είναι ωραια τα μαλλια μου, «σκαλες» ελεγες, κι εγω τσιριζα γιατι από τοτε δε χτενιζα τα μαλλια μου, αλλα στο τελος φουσκωνα από περηφανια που γινομουν μια σωστη δεσποινιδα για σενα. Θυμαμαι τα Ξυλινα Σπαθια που εμαθα ένα καλοκαιρι και η κασετα δεν εβγαινε μεχρι να βαλεις Χαρυ Κλυν, και θυμαμαι το πρωτο τραγουδι των Beatles, το Help ήτανε, και επαιζε στο ραδιοφωνο ενώ εγω κοιταζα το ξυλινο ταβανι κι εσυ εκανες κουβεντες που κανουν οι μεγαλοι. Θυμαμαι το πηγαδι που ποτε δεν ανοιξε τελικα, το σφραγισες μια για παντα νομιζω ριχνοντας μεσα πολλα πραγματα. Θυμαμαι τη μερα που ενιωσες ότι τα χρονια περασαν, και θελησες να μιλησεις για οσα εζησες, για την Πολη και για τη θαυμαστη ζωη σου, που ηξερες ότι επρεπε να γινει βιβλιο, να μη χαθει, κι ακομα μετανιωνω που δεν ημουν πιο μεγαλη, που ακομα δεν ηξερα τη δυναμη του λογου και του γραπτου,  που ακομα δεν ηξερα τι σημαινουν αυτές οι ζωες, και που ακομα δεν ηξερα ότι καμια ζωη δεν είναι ιδια, και ότι σιγουρα η δικη σου ηταν μοναδικη. Και δεν το ηξερα γιατι απλα ησουν όλα αυτά τα μικρα πραγματα που θυμαμαι, τα πραγματα που μπαινουν στη μεση και σκιαγραφουν τον ανθρωπο διπλα σου χωρις την αδεια του. Θυμαμαι που σχεδιαζα να σκοτωσω τον γειτονα γιατι σε στεναχωρησε. Πως μπορεσε;  Θυμαμαι πως τα χρονια περασαν και τα καλοκαιρια εγιναν μικροτερα κι από κει που κάθε πρωτη του Ιουνη ειχα τρεις μηνες για να μαγευομαι στα πευκα σου, όλα αρχισαν να συρρικνώνονται. Θυμάμαι την απογοητευση σου, όταν εμαθες για το άλλο εξοχικο, γιατι  οι κοποι σου πηγαν χαμενοι, γιατι η Ραφηνα θα βουλιαζε στις σταχτες τις πια. Θυμαμαι τις ενοχες μου, γιατι δε σταματησα να σε φανταζομαι μονο σου να ποτιζεις τα λουλουδια. Και μετα ηρθαν κι άλλες ενοχες, όπως γινεται παντα όταν χασεις πια καποιον. Θυμαμαι πολλα, κι αν κλεισω τα ματια νιωθω μυριζω αγγιζω γευομαι πραγματα που ποτε πια δε θα γινουν εικονες . Και με το βαρος των αναμνησεων, πεταω για να φτασω τον φυλακα αγγελο μου, σε νιωθω, να το ξερεις. Και το καλοκαιρι θα γυρισω στη Ραφηνα σου, στη Ραφηνα μας, και θα ξεριζωσω τα σχοινα και θα ξαπλωσω  στο ντιβανι κατω από το μπλε παραθυρο να καιγομαι από τον ηλιο που με αυθαδεια σκιζει τα πευκα και θα πω «Γυρισα»  και θα αφησω τα τζιτζικια να μου μιλησουν για σενα. Σου το χρωσταω, παππου.

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

περηφανια



Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

σπιτι

Η αιωνια επιθυμια 
το μοιρασμενο κρεβατι 
οι μοιρασμενοι τοιχοι
να σου δωσω τα βιβλια μου 
να μου δωσεις τους αριθμους σου
σε εναν καναπε 
χωρις ηλιοβασιλεματα βαρια
μπλεγμενα ποδια 
και βλεμματα που συναντιουνται στα διαλλειματα της εικοσιτετραωρης ζωης
η γλυκια ρουτινα
μαγειρικη σε πειραματικο σταδιο
κι οι ωρες να γλιστρανε σε σεντονια καθαρα.
Κι εγω σου λεω,
να φευγεις, 
φτανει μοναχα να γυρνας.