Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

χωρίς εισιτήριο


Στο 550 για το σπίτι,
βολεύομαι στην θέση εκ του διαδρόμου,
και με χωμένα τα ακουστικά στ΄ αυτιά κάνω πως ξεκουράζομαι.
Δίπλα μου μια μυρωδιά οικεία, γνώριμη,
μυρίζει μπουφάν και κάτι αντρικό,
όχι ιδρώτα,
αλλά μου φέρνει στο νου τους πρώτους έρωτες που έβαλα στο σπίτι μου,
που δεν τους αναγνώρισα ποτέ εν τέλει.
Αδιαφορώ για τη μορφή σου,
για το ποιος είσαι και αν σκουπίζεις τα πόδια σου στο χαλάκι πριν μπεις σε κάποιο σπίτι.
Βλέπω βαριά παπούτσια, παντελόνι σκουρόχρωμο,
βλέπεις παράθυρο, είσαι ο τυχερός της διαδρομής αυτής,
κι ο ήχος του μπουφάν που τρίβεται όταν το χέρι σου κουνάς για να παίξεις με το μούσι σου, κι αυτός γνώριμος μου φαντάζει.
Θέλω να αφήσω δίχως κουβέντα το κεφάλι μου να γείρει στον ώμο σου.
Θέλω να κλείσω τα μάτια κι έτσι όπως κάνω πως ακούω μουσική να φτάσουμε μαζί μέχρι το τέρμα.
Θέλω να μείνεις για πάντα άγνωστος για μένα,
μονάχα δάνεισε μου τον οικείο σου ώμο μέχρι το τέλος της διαδρομής,
άστον να γίνει μαξιλάρι για να ακουμπήσω τις κουρασμένες μου σκέψεις με ασφάλεια,
να θυμηθώ κάτι ζεστό μια νύχτα σαν κι αυτή που ακόμα είναι απόγευμα, κι όμως η μέρα μετά τη δουλειά έχει πάντα νυχτώσει.
Να μείνουμε άγνωστοι, για σένα αδιαφορώ, κι εσύ δεν έχεις καν αντιληφθεί την παρουσία μου.
Κι η μυρωδιά σου να μην μείνει πάνω μου, δεν θέλω να την πάρω ως το σπίτι,
μόνο όταν την ξαναβρώ σε κάποιο άλλο λεωφορείο να μου θυμίσει πως
ένα βράδυ πήγα στο σπίτι με παρέα.