Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

μετατροπεας


Που να σε βαλω πες μου,
σε ποια τσεπη να σε χωρεσω,
και σε ποιο τρυπιο συννεφο του ουρανου μου να σε στριμωξω,
λαθρεπιβατη των ακαταστατων αποσκευων μου;
Πως να σε δεσω πλαι μου,
να μην κυλας απο τις χαραμαδες των πλανων μου,
και πως να μη χτυπας στην κουφια χουφτα μου μεσα;
Πως να σε ενσωματωσω
στο χαρτη της μικρης μεγαλης ηπειρου που θελω να ανακαλυψω μπουσουλωντας;
Πως να σε παρω μαζι μου, να σε διπλωσω να σε μικρυνω να σε μεγαλωσω να σε μαγεψω να σε εχω παντα διπλα μου να αναπνεεις μονο με τις δικες μου μπουκαλες οξυγονου;
Ποσο να πληρωσω τους Δελφους
για να σε δουν στο ανισσοροπο μελλον μου;

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

αντβεντσουρ


Ειναι οι τελευταιες αυτες οι μερες οι ζεστες, ο τελευταιος ηλιος, οι τελευταιοι γρυλοι που ακουω.
αραγε υπαρχουνε γρυλοι το χειμωνα;

ειναι οι τελευταιες ηρεμες θαλασσες.

και ειναι τοσο δυσκολο το σωμα και η ψυχη να δεχτουνε την αλλαγη, σα να μην λαμβανουνε το μηνυμα. καθε σου κυτταρο ψαχνει να ξετρυπωσει οτι απεμεινε απο τη μαγεμενη εκεινη εποχη, ψαχνει να λυτρωθει, ψαχνει παση θυσια να παρει χαρη απο αυτη την αναποφευκτη πνευματικη θανατικη καταδικη.

η ψυχη μου δεν υποτασσεται την εποχη αυτη. την αφηνω αδεσποτη να δω που θα τη βγαλει,
αστην να παιξει λεω,
θα πεσει,
θα λερωθει,
θα χτυπησει,
θα κλαψει,
θα σηκωθει.
Θα μαθει.

Με οδηγει στο λιμανι, σ' εκεινα τα βρωμικα πλοια που σε παιρνουν μακρια.
αχ και να μπορουσα να εφευγα αναστεναζω. παντα αναστεναζω με τα πλοια.
Βασιλευει μια φιλμικη ησυχια στο μερος αυτο, που ομοια της δεν εχω ξανααφουγκραστει.
Μοιαζει να ειναι σημερα φτιαγμενη, μονο για μενα, σα να με αφηνει να πρωταγωνιστησω την ωρα αυτη, σα να δινει προβαδισμα στην ψυχη μου μεσα στη βουη της πολης.

εγω και το λιμανι λοιπον.

το αφηνω να με παρασυρει, αφου εδω με οδηγησε η ψυχη μου, ή το ποδηλατο μου τελοσπαντων.
χαζευω αυτα τα τερατα που ορθωνονται μπροστα μου, αυτα τα σιδερενια κατασκευασματα φτιαγμενα να επιπλεουν σε καθε θαλασσα.
καθομαι σ' εναν κιτρινο καβο, δυο πλοια στριμωχνουν τα πλαινα μου και μου ανοιγουν τον οριζοντα.

Η μυρωδια, η σωσιβια λεμβος, τα τεραστια τζαμενια παραθυρα, τα φουγαρα, το καταστρωμα, οι αριθμοι στο πλαι.
Κλεινω τα ματια και μεταφερομαι σ' ενα αλλο λιμανι, πολυβουο. Ιδιο ειναι το πλοιο, μονο που εγω φοραω αλλα ρουχα, ναι, ναι, φοραω ενα ελαφρυ φορεμα και την πλατη μου βαραινει ενα σακιδιο και τα μαλλια μου σκεπαζει ενα καπελο ψαθινο και ετοιμαζομαι να μπω και να φτασω σε ενα νησι ή σε μια ιταλια, επιτρεπω στο νου μου να αποβιβαστει ακομα και στην κρητη.

Κι αν ανοιξω τα ματια τι θα αλλαξει;

Μονο ο χρονος με ενοχλει.
Σταματαει ο χρονος;
Κι αν σταματουσε, θα το καταλαβαινα;
Θα το εκμεταλλευομουνα;

Λιγο πιο περα εχει παρκαρει ενα φορτηγο απο την αφρικη.
Για μια στιγμη μπαινω στον πειρασμο να αναρωτηθω αν γινεται να μπω στο φορτηγο λαθραια, και να φτασω σ' εκεινη τη ζεστη χωρα για να παρω στην πλατες μου ολο εκεινο το καλοκαιρι.

Μια περιπετεια χρειαζεται η ψυχη μου τωρα για να σωθει.

Θα δω ελεφαντες αραγε;
Θα καβαλησω καμηλες;
Θα μεινω σε γαλαζιο σπιτακι, θα κυληστω στην ερημο, θα πιω καυτο τσαι μεσα σε σκηνη, θα αφησω τα ιχνη μου στην αμμο, θα μαγευτω, θα ζαλιστω και θα ξεδιψασω σε μια οαση;

Ανοιγω αποτομα τα ματια, η ψυχη μου το παρακανε σημερα νομιζω.
Ανεβαινω στο ποδηλατο και της κλειδωνω την πορτα.
Δεν θα θελα να τη χασω τωρα που αρχιζουνε τα κρυα.