Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

παρεξηγηση

Καθε φορα,
με αφηνεις στην πορτα μου μπροστα,
στην εισοδο ακριβως,
ουτε χιλιοστο δεν σου ξεφευγει.

Καθε φορα,
κανεις μπροστα και πισω,
βαζεις πρωτη και οπισθεν,
πρωτη και οπισθεν,
για να μ αφησεις στα σκαλοπατια μου μπροστα.

Καθε φορα,
με λες πριγκιπισσα,
και τρεχεις την πορτα να μου ανοιξεις,
για να κατεβω,
να παω στο σπιτι μου,
να κοιμηθω.

Καθε φορα,
νομιζεις οτι εισαι τζεντλεμαν,
και με αφηνεις να φυγω,
ενω εγω μονο να μεινω θελω τελικα. 

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

για τις ψυχες μας

ειναι τα μεσημερια αυτα παλι εδω
που θελεις ολα να τ ακουσεις, ολα να τα δεις,
να ζησεις.
ειναι που τα τζιτζικια ειναι εκει εξω τωρα πια,
και το στηθος ανεβοκατεβαινει
σε αλλους ρυθμους,
κι αερας μπαινει απ τα ανοιχτα παραθυρα καθε στιγμη.
ειναι που ρχονται μνημες,
και μπλεκουν τα υφαντα τους με ονειρα,
και σε αφηνουν καθυδρο, να μην μπορεις να κοιμηθεις,
γιατι ολη η ζωη εκει εξω συμβαινει, τωρα, τωρα, τωρα.
κι αν τα νησια ηταν μια δρασκελια, μια ανασα,
τωρα κιολας θα σ επαιρνα να φυγουμε, να αναπνευσουμε.
να χαθουμε στον ηλιο τoυ μεσημεριου,
να ανταλλαξουμε τις βαριες σκιες μας με ισκιους πευκων,
τις ψυχες μας να πουλησουμε για λιγη μουσικη μονοτονη,
κι ερωτας μια για παντα να γινουμε,
μες στα πλακοστρωτα, τα πουσια, τα μαντρακια και το κυμα.
ν αποτιναξουμε την αγριαδα των καιρων,
να συγχωρεσουμε οσα περασαν και δεν ηρθαν,
και να ορκιστουμε,
μ ενα αλμυρο φιλι στο βλεμμα να τρεμοπαιζει,
αλλα μεσημερια ποτε μας να μη χασουμε.

(και καθε χρονο ωδη στο καλοκαιρι,
και καθε χρονο μου ξεγλιστραει απ τα χερια)

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

προσδοκια

Βλεπω τους κουρασμενους αντρες στο μετρο,
με τα παπουτσια τα αχαρα, τα μαυρα,
καποιοι κομψοι λιγακι παραπανω φορανε λουστρινι,
καποιοι λιγο πιο ακομψοι στριμωχνουν το ποδι τους σε παπουτσια μυτερα.
Και παντα οι ιδιες καλτσες, λεπτες, παντα εως εκει που βλεπεις το ποδι γυμνο λιγα εκατοστα, και υστερα μπατζακι.
Δε φταινε παντα αυτοι,
συνηθως οχι,
παντα μια γυναικα ειναι υπευθυνη για οτι κρινεις σ εναν αντρα,
μεσα και εξω.
Μια γυναικα που περιμενει,
μια γυναικα που καποτε ολοι αυτοι οι αντρες οι θαμποι ερωτευτηκαν,
κι ισως ακομα ερωτας ειναι,
μα τωρα πια ειναι και κουρασμενοι.
 Και τους βλεπω, τους κοιταζω, τους παρατηρω,
με τα σακακια τους,
και τους χαρτοφυλακες,
και την κουραση περασμενη στα στεφανια των ματιων τους.
Να πανε σπιτι, να ακουμπησουν ολη την κουραση τους στο τραπεζι,
και να τη φτυσουν σε μια μπυρα μεσα,
κι ισως τη χωσουν μεσα σε καποιο τυχαιο δαντελωτο, εξισου κουρασμενο εσωρουχο.
Κι αναρωτιεμαι,
αραγε θα θυμηθουνε να παρουνε στη γυναικα που ερωτευτηκαν το εβδομαδιαιο περιοδικο που αγαπαει;

σοφια

Μεγαλωσα με το Αιγαιο στην καρδια, να με καιει σαν ανεκπληρωτος ερωτας καθε καλοκαιρι,
να με καιει οπως το χιονι τα λουλουδια καθε χειμωνα.

Δεν ξερω γιατι, απλα συνεβη, οπως συμβαινει να ερωτευεσαι καποιον αγνωστο μεσα στο τρενο.

Κι αν λιγο, μονο λιγο αν αφησω τη σκεψη μου να περιπλανηθει εκει που συνηθως δεν την αφηνω, θα σου πω πως το αιγαιοπελαγιτικο καλοκαιρι που παντα περιμενα δε θα ρθει πια. Ξερω μοναχα πως ξεγλιστρησε απο τα χερια μου, και ξερω πώς. Και ξερω ακομα πως χρονο με το χρονο τα καλοκαιρια τα ευσεβη τα ποθητα σβηνουνε, χεθωριαζουνε, σα χρωματα νερωμενα, ανακατεμενα απο το χερι ερασιτεχνη.