Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

αιωνια χρεη


Δεν ξερω αν ηταν πραγματι τσαι του βουνου αυτό που μυριζε στην κουζινα σου, κι αν στ αληθεια όλα αυτά τα τσιγκινα κουτακια ειχαν αρωματικα βοτανα και μπαχαρικα. Παλευω με τη μνημη μου να θυμηθω τα ραφια, και φερνω στο μυαλο μου κατι κουκλακια που κανανε παρεα στο αλατι και το πιπερι, νομιζω μια μαιμου ηταν σιγουρα στην παρεα αυτή. Παντα ημουν περηφανη για την παιδικοτητα του μυαλου σου που μας εδειχνες τις φορες που δεν κλεινοσουν στον εαυτο σου, σιωπηλος. Δεν ξερω αν ηταν αυτές οι μυρωδιες που θυμαμε, πανε χρονια συγχωρεσε με που οι αναμνησεις είναι τοσο ρευστες και μπλεκονται με μυρωδιες που ποτε δεν θα μαθω από πού θυμαμαι, αλλα εμενα το τσαι του βουνου με εκανε να κλεισω τα ματια και να ταξιδεψω στη Ραφηνα. 
Στη μαγικη Ραφηνα, στο μαγικο σπιτι, στα μαγικα πευκα. 
Θυμαμαι τη στροφη που επαιρνε το αμαξι στο «Μυλο» για την τελικη ευθεια, και το ατελειωτο λεπτο μεχρι να φτασουμε στην καγκελενια πυλη, κι εσυ ετρεχες να μας ανοιξεις. 
Θυμαμαι  όταν ανακαλυψα για πρωτη φορα τα βιβλια σου, και ημουν στ αληθεια μικρη για όλα αυτά, αλλα με στοιχειωσαν τα Ανεμοδαρμενα Υψη, οσο αφελης κι αν ημουν, και διπλα σ αυτά οι κοκκινοι τομοι δερματοδετοι γεματοι ιστορια, και καπου εκει εσυ, με τα πεδιλα του σκι να χαμογελας διπλα σε καποιον πολύ σημαντικο, συγνωμη δε θυμαμαι πια. 
Θυμαμαι την κουνια που ειχες φτιαξει, και εφτανα μεχρι τον ουρανο και μετα τα ποδια μου μπλεκοντουσαν με τα σχοινα εκει στα δεξια 
Θυμαμαι τα πρωινα που πηγαινες με τη Μαρμαρω στο σουπερμαρκετ, και αργουσε να παρει μπρος, και το τιμονι ηταν βαρυ αλλα ημουν η παρεα σου και για τιποτα δεν εχανα τη βολτα μας, και μου επαιρνες ότι ηθελα και μου κοροιδευες τους οδηγους που κορναραν και παντα παρκαραμε εξω από την εκκλησια. Θυμαμαι εκεινη την ανηφοριτσα, που παντα φοβομουν ότι δεν θα την ανεβει η Μαρμαρω σου. Θυμαμαι ότι ποτε δεν ηρθες για μπανιο. Κι ας το αγαπουσες καποτε, ή ισως κι αυτό δεν το ξερω καλα. Συγνωμη που δεν το ξερω, αληθεια. Αλλα ποτε δεν ηρθες. Και ησουν παντα τοσο ασπρος. Φοραγες αυτή τη μπεζ βερμουδα και κάθε απογευμα ποτιζες με τις ωρες τα λουλουδια σου, και μου λεγες ανοιξε το νερο κλεισε το νερο, και χανοσουν στα χωματα φορώντας τα παλια σπορτεξ μου. Και μετα με φωναζες να αναψουμε το καντηλακι στον Προφητη Ηλια, γινεται αληθεια να εχεις εκκλησακι στο οικοπεδο σου; Κάθε καλοκαιρι εκει σε γιορταζαμε, κι ολοι το ξερανε κι ολοι ερχοντουσαν και για ολους αυτους ετρεχες να παρεις καρβελια για την αρτοκλασια κι εγω περιμενα στο φουρνο και ηθελα να με ανεβασεις στο αλογακι διπλα στο περιπτερο. Θυμαμαι τα μεσημερια, που τα τζιτζικια ηταν στα καλυτερα τους, και εσυ εκλεινες την πορτα να κοιμηθεις, κι εγω αναρωτιομουν τι θα γινει αν χασεις τον υπνο σου μια μερα αλλα παντα εκανα ησυχια και εκανα βολτες μες στα πευκα ψαχνωντας γατες και μιλωντας σε φανταστικους φιλους και παρατηρώντας τα μυρμηγκια να μπαινουν στις φωλιες τους και περιμενοντας να ξυπνησει το σπιτι για να κανω βολτα με το ποδηλατο, να σκισω τα γονατα μου γι άλλη μια φορα. Και όταν το απογευμα ερχοταν, θυμαμαι, επινες παντα καφε ελληνικο, συγνωμη που δε θυμαμαι ποσες κουταλιες ζαχαρη. Ισως πολλες γιατι σου αρεσε το πολύ αλατι και ισως και η πολλη ζαχαρη. Πολύ αλατι, και παντοτε με κοιταζες συνομοτικα όταν κ οι δυο κρυφα καναμε ασπρο το φαγητο μας. Και τα απογευματα στο τραπεζι με τα βοτσαλα και τα κοχυλια, όταν πια ο ηλιος κρυβοτανε λιγο, εβγαινε το ταβλι και παιζατε με τις ωρες, και μαλλον σχεδον παντα κερδιζες. Και σταυρόλεξα, μην ξεχασω τα σταυρολεξα. Εσυ με εμαθες, θυμασαι; Και παντα σε θαυμαζα που εβρισκες ολες τις λεξεις, και ακομα μετανιωνω που αρνιομουνα να μαθω τους αριθμους. Και ηταν η τελεια μερα αν το βραδυ πηγαιναμε στο Ντορβα για φαγητο, κι εσυ ετρωγες παιδακια και δεν σταματαγες οσο κι αν σου λεγανε να σταματησεις και μεσα σου ξερω ότι χαιροσουνα σαν παιδι γιατι σε πηγαιναμε στην καλυτερη ταβερνα του κοσμου. Θυμαμαι τις ωρες που δε μιλαγες όμως και γινοσουνα μεγαλος, πολύ μεγαλος, και φοβομουνα ότι ποτε δε θα ξαναγελασεις. Ισως σκεφτοσουνα τα μεταλλια σου, ισως τα χρονια που εχασες, στον πολεμο και στο σπιτι. Ποτε δε ρωτησα. Ημουν μικρη και οι μικροι δεν κανουν τετοιες ερωτησεις. Και τωρα που μεγαλωσα που εισαι; Και ισως μετα από μια ωρα επεστρεφες από τα μερη εκεινα, και παλι εμφανιζοσουν στο μπλε παραθυρο, και μου κανες τα δαχτυλα κυκλους και τα βαζες στα ματια σου και μου κανες την κουκουβαγια. Και επαιρνες τη χτενα να είναι ωραια τα μαλλια μου, «σκαλες» ελεγες, κι εγω τσιριζα γιατι από τοτε δε χτενιζα τα μαλλια μου, αλλα στο τελος φουσκωνα από περηφανια που γινομουν μια σωστη δεσποινιδα για σενα. Θυμαμαι τα Ξυλινα Σπαθια που εμαθα ένα καλοκαιρι και η κασετα δεν εβγαινε μεχρι να βαλεις Χαρυ Κλυν, και θυμαμαι το πρωτο τραγουδι των Beatles, το Help ήτανε, και επαιζε στο ραδιοφωνο ενώ εγω κοιταζα το ξυλινο ταβανι κι εσυ εκανες κουβεντες που κανουν οι μεγαλοι. Θυμαμαι το πηγαδι που ποτε δεν ανοιξε τελικα, το σφραγισες μια για παντα νομιζω ριχνοντας μεσα πολλα πραγματα. Θυμαμαι τη μερα που ενιωσες ότι τα χρονια περασαν, και θελησες να μιλησεις για οσα εζησες, για την Πολη και για τη θαυμαστη ζωη σου, που ηξερες ότι επρεπε να γινει βιβλιο, να μη χαθει, κι ακομα μετανιωνω που δεν ημουν πιο μεγαλη, που ακομα δεν ηξερα τη δυναμη του λογου και του γραπτου,  που ακομα δεν ηξερα τι σημαινουν αυτές οι ζωες, και που ακομα δεν ηξερα ότι καμια ζωη δεν είναι ιδια, και ότι σιγουρα η δικη σου ηταν μοναδικη. Και δεν το ηξερα γιατι απλα ησουν όλα αυτά τα μικρα πραγματα που θυμαμαι, τα πραγματα που μπαινουν στη μεση και σκιαγραφουν τον ανθρωπο διπλα σου χωρις την αδεια του. Θυμαμαι που σχεδιαζα να σκοτωσω τον γειτονα γιατι σε στεναχωρησε. Πως μπορεσε;  Θυμαμαι πως τα χρονια περασαν και τα καλοκαιρια εγιναν μικροτερα κι από κει που κάθε πρωτη του Ιουνη ειχα τρεις μηνες για να μαγευομαι στα πευκα σου, όλα αρχισαν να συρρικνώνονται. Θυμάμαι την απογοητευση σου, όταν εμαθες για το άλλο εξοχικο, γιατι  οι κοποι σου πηγαν χαμενοι, γιατι η Ραφηνα θα βουλιαζε στις σταχτες τις πια. Θυμαμαι τις ενοχες μου, γιατι δε σταματησα να σε φανταζομαι μονο σου να ποτιζεις τα λουλουδια. Και μετα ηρθαν κι άλλες ενοχες, όπως γινεται παντα όταν χασεις πια καποιον. Θυμαμαι πολλα, κι αν κλεισω τα ματια νιωθω μυριζω αγγιζω γευομαι πραγματα που ποτε πια δε θα γινουν εικονες . Και με το βαρος των αναμνησεων, πεταω για να φτασω τον φυλακα αγγελο μου, σε νιωθω, να το ξερεις. Και το καλοκαιρι θα γυρισω στη Ραφηνα σου, στη Ραφηνα μας, και θα ξεριζωσω τα σχοινα και θα ξαπλωσω  στο ντιβανι κατω από το μπλε παραθυρο να καιγομαι από τον ηλιο που με αυθαδεια σκιζει τα πευκα και θα πω «Γυρισα»  και θα αφησω τα τζιτζικια να μου μιλησουν για σενα. Σου το χρωσταω, παππου.

5 σχόλια:

Σεβάχ ο Θαλασσινός είπε...

Χωρίς άλλα λόγια.
Απλά πανέμορφο.

η τάδε είπε...

(τώρα ξέρεις τη δύναμη την λέξεων και μας αφήνεις δάκρυα στα μάγουλα, σίγουρα και στα δικά του..)

Ανώνυμος είπε...

νομιζω οτι δεν εχω λογια να περιγραψω αυτο που ενιωσα, εμ... οποτε.. πως κανεις λογια κατι το οποιο σε κανει να νιωθεις μαγικα και μοναδικα; ε αυτο ακριβως. θελω να πω εδω.. αυτο ακριβως.
Σε φιλω

efhbos είπε...

Ομορφες εικονες!!
Μα πιο ομορφα συναισθηματα!!
Αγνα...

Παναγιώτα Κ. είπε...

Οι άνθρωποι είναι οι αναμνήσεις, τα αισθήματα, οι μυρωδιές κι οι γεύσεις που σου αφήνουν. Η αίσθηση και μερικές φορές δεν χάνονται ποτέ. Ίσως να πονάει καμιάφορά, αλλά απ΄την άλλη δεν θα το άλλαζες με τίποτε. Δεν θα ήθελες να το ξεχάσεις ποτέ και για κανέναν λόγο. Είναι ένας πλούτος ανεκτίμητος!