Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

Μοιραία


Γεννήθηκα τέλη Αυγούστου, με μια ψυχή περίπου ώριμη, περίπου παιδική, περίπου σάπια, ίδια με τ' αποκάρωμα του καλοκαιριού, κρεμμάμενη σάμπως εσαεί από έναν σπόνδυλο πεύκου γκρίζο. 
Ίσως γι' αυτό φώλιασε μέσα μου η μελαγχολία. 
Τέλη Αυγούστου, τότε που η Αθήνα είναι άδεια, το καφενείο στην Καλλιδρομίου δεν σερβίρει και οι πάγκοι της λαϊκής λιγοστοί, μετράω δυο-τρεις πορτοκαλιές ομπρέλες μέχρι να σβήσει η ανηφόρα από τα μάτια μου.
Τέλη Αυγούστου, οι δρόμοι άδειοι, ανήκουν σε όποιον κρατάει το τιμόνι, κι ο οδηγός δεν ξέρει που να πάει από την πολλή ελευθερία. 
Τέλη Αυγούστου, εκεί που το κορμί ξεφλουδίζει, όπως τα φρούτα που λιγοστεύουν στα καφάσια και σαπίζουν, όπως οι αναμνήσεις από το νησί που πήγες ή δεν πήγες, μένει το νέο δέρμα πια, σκληρό και έτοιμο να υποδεχτεί τον Σεπτέμβρη. 
Τέλη Αυγούστου, εκεί που πια τα βάζεις κάτω για να δεις τι πέτυχες τρεις μήνες τώρα, πόσα λιμάνια, πόσες καρδιές, πόσα καρπούζια, ούζα, κόκκους άμμου χώρεσες στο σακίδιο του γυρισμού, κι όταν τελειώσεις με τους υπολογισμούς και μείνεις με τα χέρια άδεια πιάνεις να στήσεις τους στόχους του φθινοπώρου μπας και επιβιώσεις, κι ας ξέρεις ότι δε θα σε πάνε πιο μακριά απ' ότι ο Σκοπελίτης. 
Τέλη Αυγούστου, με το πικρό ανικανοποίητο αντί για γάλα, τότε γεννήθηκα, να κουβαλάω τα σχεδόν όλου του κόσμου, να κουβαλάω το βαρύ καλοκαίρι που φόρτωσα στη μάνα μου μόνο και μόνο για να γεννηθώ.