Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

σικαγο



Ειναι Κυριακή. Ο υπνος μ εχει παρει στον καναπε και ξυπναω ιδρωμενη. Κοιταζω την ωρα και ειναι μολις 5. Σε δυο ωρες παω για δουλεια. Η αναγκη μου για παγωτο ειναι πανω απο τις δυναμεις μου. Σε δυο ωρες παω για δουλεια αλλα δεν μπορω να περιμενω να βγω απτο σπιτι και να βουτηξω τη γλωσσα μου σε κατι γλυκο και δροσερο.

Φοραω το πρωτο φουστανι που βρισκω και διχως να το πολυσκεφτω ξεκιναω για την πλατεια. Μισονυσταγμενη ακομα, ιδρωμενη, οδηγουμαι σαν υπνωτισμενη σ ενα ψυγειο. Για μια στιγμη ειμαι ετοιμη να βουτηξω το κλασικο ξυλακι, αλλα τελικα, το βλεπω. Σικαγο. Ναι. Προκαλω τον εαυτο μου να ανακαλυψει την απολαυση των παλιων, οταν το Σικαγο δεν ητανε ενα ακομα κυπελλακι, αλλα ΤΟ κυπελλακι, και τωρα πια μυριζει νοσταλγια και παιδικα καλοκαιρια.

Σικαγο λοιπον. Σαν παιδι μπροστα στο πρωτο παγωτο των διακοπων ανοιγω το κουταλακι πριν καν φυγω απτο περιπτερο και με ανυπομονησια ξεσκεπαζω το παγωτο. Αρχιζω να τρωω το παγωτο με μικρες κουταλιες και αργα βηματα.

Ειναι Κυριακη ειπαμε, ακομα και τα Εξαρχεια μια μερα σαν κι αυτη ειναι θαρρεις αδεια, δεν ακουγεται τιποτα. Περπαταω μονη μου στη μεση του δρομου και απολαμβανω καθε μπουκια γιατι αυτη η Κυριακη δε θα ξαναρθει, αυτη η ηρεμια δε θα επιστρεψει, ολοι το ξερουμε, ελαχιστες οι μαγικες στιγμες καθαρου νου σ αυτη τη ζωη πια.

Περπαταω και τρωω και σκεφτομαι και μπορει να μη σκεφτομαι και τιποτα περα απο το οτι εμενα κανονικα τα αμυγδαλα δε μ αρεσουν, μα τι νοστιμα που ειναι σημερα τα αμυγδαλα.

Προχωραω χωρις να περπαταω, μονο το χερι μου κινειται τωρα μηχανικα, η ζεστη του καλοκαιριου με τυλιγει κι η κατηφορα ανοιγεται μπροστα μου σαν ενας δρομος που δεν εχω ξαναπερπατησει.

Φτανω εξω απ το σπιτι μου και κοιταζω το κυπελλακι. 
Δεν εχει τελειωσει. 
Και συνεχιζω να περπαταω ασκοπα, μ ενα ηλιθιο χαμογελο ζωγραφισμενο στο προσωπο μου, ευτυχια για την οποια αναρωτιομαστε τοσο συχνα και βαθια οταν μας προκαλειται κι ακομα δεν ξερω απο που πηγαζει, μα ισως αυτες οι στιγμες να ειναι τελικα το νοημα της ζωης.

Περιφερομαι στους δρομους της γειτονιας απλα και μονο για να συνεχισω να χαμογελαω και να σκεφτομαι και να μη σκεφτομαι.

Και σας τ ορκιζομαι, αν το παγωτο δεν τελειωνε, εγω ακομα θα περπαταγα.

Την επομενη Κυριακη θα αγορασω Καιμακι. 

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

χαμενες σημειωσεις

Δεν είναι αυτονόητος αυτός ο ήλιος, αυτή η άνοιξη, ο φίλος που ήρθε πάλι να κάνουμε παιχνίδι. Παραλύω μες στην αιφνίδια καλοσύνη της ζωής.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

και με ρωτας γιατι να φυγω απο δω


Μια μερα δυο στιγμες.

Ενα γατακι νιαουριζε 4 μερες. Κανεις δεν εκανε τιποτα για να το σωσει. Κανενας δεν πηδηξε το ξενο μπαλκονι να το πιασει. Κανενας δεν το ταισε. Πριν βιαστειτε να με βαλετε κ εμενα μαζι με αυτους, εγω δεν μπορουσα να κανω τιποτα απο αυτα. Εγω απλα φωναξα την πυροσβεστικη και τη φιλοζωικη και χτυπησα κουδουνια και μου ειπανε «θα αντεξει μωρε, δεν παθαινουν τιποτα αυτα», οταν πια το γατακι κρεμοταν 3 ωρες απο μια τεντα για να μην πεσει απο τον τριτο. Εγω εκανα οτι μπορουσα και το ειδα να πεφτει και να ξεψυχαει στα χερια μου οταν ετρεξα να το σωσω. Εγω το εθαψα στο χωμα, οπως του αξιζε. Ηταν γκρι. Και η μυτη του ματωμενη.

Μια ομαδα ΜΑΤ χτυπαει ενα κοριτσι εξω απο το μαγαζι. Μετα δακρυγονα. Πολλα δακρυγονα, αληθεια. Φασαρια. Φωτιες. Κοκκινα ματια και φωνες και χερια που τρεμουν.

Σε ολους εσας που διψατε για επανασταση και πεθαινετε να αναβιωσετε τις μερες του Πολυτεχνιου.

Ζουμε σε εναν ασχημο κοσμο. Περιτριγυρισμενοι απο ασχημους ανθρωπους που δεν δινουν δεκαρα για μια γατισια ψυχη και δεν ανατριχιαζουν οταν η μποτα τους αγγιζει σαρκα.

Ζουμε σε εναν ασχημο κοσμο φτιαγμενο απο ασχημους ανθρωπους. Και οσες επαναστασεις και να κανετε, οση βια και να ανταποδωσετε, κι εσεις ασχημοι θα ειστε.
Δε θα τους αλλαξετε. Οι ανθρωποι με την ψυχη βουτηγμενη στη βια αιωνες τωρα δε θα αλλαξουνε το DNA τους για γαρυφαλλα και περιστερια.

Ζουμε σε εναν ασχημο κοσμο που μονο με μια ολικη καταστροφη θα ξαναζησει. Μακρια απο εμας.

Κι εγω φοβαμαι, φοβαμαι, φοβαμαι.
Δεν ειμαι γενναια, ουτε και θελω να γινω, ευχαριστω.
Οταν πια δε θα τρεμω οταν ακουω πυροβολισμους θα κλαψω για την ψυχη μου.

Εγω φοβαμαι, φοβαμαι, φοβαμαι.

Μονο να φυγω θελω, απο τις ασχημες πολεις που μας κανουνε ολους τσε γκεβαρα για τη μαγκια.

Εγω ειμαι ανθρωπος, και κλαιω, και μονο μια αγκαλια μπορει να διωξει την απανθρωπια απο διπλα μου, οχι μια σφαιρα.

Ζουμε σε εναν ασχημο κοσμο σας λεω.

Και δεν το καταλαβα τωρα, τωρα το ειδα. 

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

ασημαντοτητες

ειναι που
με πιανεις σα θηλια
γυρω απ το λαιμο
μονο που
εσυ την καρδια μου σφιγγεις.
και με οδηγεις σε θανατο ισοβιο,
αστειο σου ακουγεται,
υπερβολη της γλωσσας και του νου θα πουνε.
ειναι που δεν με πιανουν μονο τα λογια σου
για να με πνιξουν
αλλα και τα ματια σου
και τα χερια σου,
που δε με πιανουν.
και χιλιες φορες να με επιαναν.
ορκιζομαι.
ας υπηρχε θεος μονο.
ας υπηρχε.
να πεσω στα ποδια του,
και οχι στα δικα σου.
ας πεθαινα αλλουνου τα ποδια να πλυνω,
κι οχι τα δικα σου,
ας υπηρχε θεος.
ας πιστευα
στον εναν,
κι ας τον λατρευα,
για να παψει πια αυτο
το ανοητο παιχνιδισμα των αισθησεων,
μεταξυ ουρανου και βουρκου.
στασου, εχω κι αλλα.
ας ητανε
να χορταινα τα λογια σου,
τα μαλλια σου,
το γελιο σου το μισητο το υπεροχο,
ας ητανε, θεε μου.
ας ητανε.
μα παλι σε φαι το πηγα,
και η ορεξη μου ακορεστη,
συγνωμη.
ας ητανε,
αφου τη χαρη αξιοπρεπεια να εχω δε μου κανετε,
ας ητανε σκουλικι να ειμαι,
και να σερνομαι.
μονο μυαλο μη μου χαριζετε,
τι ωφελει,
σκουληκι να ειμαι πρεπει,
να σερνομαι.
να συρθω.
κατω απτις μποτες καποιου σκληρου να φτασω,
να με πατησει,
χωρις ποτε να μαθει,
κι ο πονος μου ποτε ας μην ακουστει.
θα εχω λιωσει σιωπηλα,
κατω απτο βημα καποιου ασημαντου,
ασημαντο ερμαιο
των σκοπων του καποιου.
τι διαφορα.