Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Αθήνα καιόμενη


Το πρώτο που είδε ήταν δυο καύτρες. Ξεπρόβαλλαν εν μέσω της οδού Μπούσγου, παράλληλα της Αλεξάνδρας, σαν δάδες σε αόρατα χέρια. Η βραδιά κουβάλαγε πάνω της μια ένοχη γλύκα απ' αυτές που σέρνουν ένα ψεύτικο αεράκι ίσα για να πείσουν τους περιπατητές να μη βιαστούν φορέσουν τα ανοιξιάτικα πανωφόρια τους.

Έσφιξε το λουρί του σκύλου στη γροθιά της και προχώρησε προς τις δυο φωτίτσες που αναβόσβηναν νωχελικά.

Και τότε τους είδε. Ψηλοί, γεροδεμένοι, μελαχρινοί με μαύρα τζιν και αθλητικά, ξεχώριζαν μόνο από τα διαφορετικά μπουφάν που φορούσαν.

"Που πάτε;" τους ρώτησε ξαφνιάζοντας και τον ίδιο της τον εαυτό προς στιγμήν. 10 μέρες μακριά από κοινωνικές συναναστροφές μάλλον αρκούσαν για να ξεχάσει τις επικοινωνιακές της δεξιότητες.
Κι όμως, κάτι στον ρυθμό τους της έλεγε ότι δεν πήγαιναν πουθενά.

"Πουθενά", της απάντησε ο τύπος με το τζιν μπουφάν. "Χαζεύουμε την άδεια Αθήνα", συμπλήρωσε ο διπλανός του με το δερμάτινο.

Τα νυχτερινά πουλιά σκέπαζαν την ησυχία με το τίναγμα των φτερών τους. Οι γρύλοι είχαν ξεκινήσει το δειλό τραγούδι της. Έσπασε το πέπλο του σκοταδιού κάνοντας ένα βήμα προς τα εμπρός. Χαλάρωσε το λουρί και άφησε τον Μάο να τους πλησιάσει. Ο τύπος με το τζιν μπουφάν άπλωσε το χέρι του για να τον μυρίσει. Στην ανάστροφη της παλάμης του φάνηκαν κόκκινα σημάδια σαν από σβησμένα τσιγάρα. Ο τύπος μάζεψε το χέρι του, το έχωσε στην τσέπη του παντελονιού και της πρότεινε ένα πακέτο τσίχλες.

"Θα προτιμούσα ένα τσιγάρο. Λάθος ώρα διαλέξατε για να χαζέψετε την πόλη. Το πρωί φαίνονται οι ανθισμένες αμυγδαλιές, οι κουτσουπιές, και πίσω από τα κάγκελα του Πεδίου το χορτάρι είναι γεμάτο λευκά ανθάκια."
"Μπα", αποκρίθηκε ο άλλος με το δερμάτινο. "Μη γελιέσαι. Αυτή είναι η Αθήνα".

Στάθηκαν λίγο ακίνητοι οι τρεις τους στο φαρδύ πεζοδρόμιο χαζεύοντας τριγύρω. Σκοτεινά παράθυρα, υποφωτισμένοι δρόμοι, κατεβασμένα ρολά, σκουπίδια, τα καφενεία στη σειρά κλειστά και οι πύλες του πάρκου σφαλισμένες. Κάτω απ' το φέγγος του φεγγαριού φαινόντουσαν όλα ασημένια κι άψυχα.

Αυτός με το δερμάτινο έκανε το πρώτο βήμα και οι άλλοι δύο τον ακολούθησαν μαζί με τον σκύλο. Έστριψαν αριστερά στη Μουστοξύδη, αντικρίζοντας το πυρακτωμένο από τα φώτα τούνελ και διέσχισαν την ανηφορική διάβαση για να βγουν στην πλατεία Πρωτομαγιάς.

Η σιγαλιά της νύχτας μπερδευόταν με το αεράκι ωθώντας την περίεργη παρέα να σηκώσει τους γιακάδες της από συνήθεια. Η κοπέλα έλυσε τον Μάο και έκατσε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε. Ο άντρας με το τζιν μπουφάν βολεύτηκε δίπλα της, έβγαλε ένα τσιγάρο και κοίταξε ανέκφραστος ευθεία προς το λευκό άνοιγμα της πλατείας.

"Αν μάθαινες τώρα ότι άρθηκε η απαγόρευση της κυκλοφορίας τι θα έκανες;"
"Δεν ξέρω. Πολλά. Με βασανίζει που η πόλη συνεχίζει να ανθίζει ενώ όλα γύρω της μαραίνονται. Κοίτα την. Είναι Άνοιξη, γαμώτο, είναι Άνοιξη. Δεν το περίμενα απ' αυτή. Είπα, θέλω τσιγάρο!"
Της έδωσε ολόκληρο το πακέτο, αναπτήρα, και της έκανε νόημα να σηκωθούν. Ο τύπος με το δερμάτινο τους περίμενε. "Από δω πάμε", φώναξε και τους έδειξε τη σκοτεινή, γεμάτη πεύκα, συνέχεια του Πεδίου.

Ανάμεσα από τα κλαδιά μπορούσε ακόμα να ξεχωρίσει τα μαύρα τζάμια των διαμερισμάτων που αντανακλούσαν στο φεγγάρι.
"Ξέρετε ποιο είναι το χειρότερο; Νόμιζα ότι κάτι περίμενα. Τίποτα δεν περίμενα τελικά. Το ίδιο μου κάνει, είτε μέσα είτε έξω. Όλοι ίδιοι, όλα ίδια. Γαμώτο."

Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά καπνού και ξεκόλλησε το τσιγάρο από τα χείλη της. Το ισορρόπησε στον αντίχειρά της για λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα το τίναξε δυνατά με τον δείκτη. Μια σπίθα τρεμόπαιξε μπροστά στα ανέκφραστα μάτια τους για μερικές στιγμές πάνω στα πούσια κι ύστερα κόρωσε και φούντωσε.

Τα λιωμένα ραδιόφωνα δεν πρόλαβαν το δελτίο των 9.