Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009


Ένας χειμώνας μακρυά σου. Τα παιχνίδια στέκονται ακίνητα πάνω στο κρεβάτι, εκεί που τα άφησα, πλάι στο μαξιλάρι μου. Πασχίζουν να μην αφήσουν τις ανάσες τους να ακουστούν μέσα στον παγωμένο χρόνο, κάνουν ότι μπορούν για να μη μου χτυπάνε κατάμουτρα την παρουσία τους. Την απουσία σου. Σαν να ακούω καμιά φορά βήματα απο πιόνια, το φιδάκι να σέρνεται στο ταμπλό, τα καραβάκια να στήνουν τη δική τους ναυμαχία, τα γράμματα να φτιάχνουν τις δικές τους λέξεις. Θέλουν να παίξουν, κουράστηκαν με την ακινησία, ξεχνάνε το σκοπό τους λίγο λίγο. Μα σιωπούν πάντα πολύ γρήγορα, σέβονται την κατάστασή μου φαίνεται. Κάποιες στιγμές νομίζω πως μακρυά μου περνάνε καλα, ξεδίνουν. Σα να τα βλέπω μπροστά μου όταν λείπω. Αλωνίζουν στα μεγάλα, παραγεμισμένα, άδεια δωμάτια, κάνουν παράτες με λάβαρα και κυλιούνται ξεκαρδισμένα απο τις σκανταλιές τους. Τσουλάνε, σέρνονται, τρέχουν με τις φανταστικές τους ρόδες σε φανταστικές τροχιές, βρίσκουν κι άλλες παρέες, ίσως το βάτραχο τον Ορέστη στο πάνω ράφι, ή τη μοναχική και κρυουλιάρα γάτα στο σαλόνι. Υποψιάζομαι οτι χώνονται στα βιβλία και τις εφημερίδες να δουν που πάω όταν χάνομαι, μα απογοητεύονται και απλά γλιστράνε τσακίζοντας τις σελίδες. Δεν ξέρω αν πεινάνε και αν τρώνε, μάλλον μόνο φαντασία χρειάζονται αυτά. Μα μόλις γυρίσω το κλειδί στην πόρτα, τρέχουν άναρχα και βουβά να μπουν στις θέσεις τους. Να στηθούν και να πάρουν τα γνώριμα παγωμένα βλέμματα, για να μην έχω τίποτα να ζηλέψω απο τη ζωή τους, να μην μπορώ καν να ξεσπάσω πάνω τους που παίζουν ενώ εσύ είσαι μακριά και εγώ δεν τους κάνω παρέα πια. Ένας χειμώνας χωρίς ταινίες, χωρίς εστιατόρια, χωρίς εφημερίδες, χωρίς φωλιά κάτω απο τα κρύα σκεπάσματα. Φέτος θα κρυώνω μόνη μου.